Στην αποκάλυψη πως υπάρχουν και άλλες υποθέσεις καταγγελλόμενων «βιασμών» στην Θεσσαλονίκη προχώρησε μέσα από έρευνά της η ΕΛ.ΑΣ. και οι δικαστικές αρχές.

 
Σε συνέχεια των ισχυρισμών της 24χρονης Γεωργία Μπίκα για σεξουαλική κακοποίηση της σε πρωτοχρονιάτικο πάρτι σε ξενοδοχείο της Θεσσαλονίκης, οι έρευνες των αρχών έδειξαν πως υπήρξαν κι άλλες αντίστοιχες υποθέσεις που χαρακτηρίστηκαν «ψευδείς».

Για μία από την καταγγέλλουσα «βιασμό», από άτομο που είχε μνημονευθεί και αυτό στην υπόθεση της Γεωργίας Μπ., αναφέρεται (βάσει εγγράφων που παρουσίασε «Το Βήμα») ότι έχει προβλήματα ψυχικής υγείας και έχει προχωρήσει και σε άλλους αντίστοιχους ισχυρισμούς οι οποίοι όμως δεν έχουν επαληθευθεί.

Ποινική δίωξη έχει ασκηθεί σε τρία άτομα για διακίνηση του ροζ βίντεο που υποτίθεται ότι κατέγραφε την «κακοποίηση» της 24χρονης.

Μάλιστα ένας από τους κατηγορούμενους για το ροζ βίντεο που δεν είχε καμία συνάφεια με τους ισχυρισμούς της 24χρονης, φέρεται να ανήκει στο περιβάλλον της Γεωργίας Μπίκα.

Εκτεταμένη νέα έρευνα της ΕΛ.ΑΣ.

Η ΕΛ. ΑΣ. Έχει σε εξέλιξη μάλιστα κι άλλη εκτεταμένη έρευνα για παράνομες ενέργειες που έγιναν στη συνέχεια των καταγγελιών της 22χρονης με αναφερόμενες βιαιοπραγίες , ύποπτες σχέσεις ιδιωτών με αστυνομικούς κλπ..

Πρόκειται για μια υπόθεση που επιτελείς της αστυνομίας μιλούν για «απόπειρες άσκησης άνωθεν πιέσεων από παράγοντες της συμπρωτεύουσας που δεν γίνονται δεκτές. Υπάρχουν ηχητικά ντοκουμέντα που ίσως αναδείξουν νέες πτυχές της υπόθεσης».

 
Οι αντιφάσεις και τα κενά

Στην εισαγγελική πρόταση εντοπίζονται 11 κενά και αντιφάσεις και ενδεικτικά επισημαίνεται:

«Την 14η Ιανουαρίου η εγκαλούσα κατέθεσε ότι μόλις ξύπνησε έστειλε μήνυμα στον εργοδότη της και τον ενημέρωσε ότι είναι στο ξενοδοχείο της Θεσσαλονίκης και ότι είχε συμβεί κάτι περίεργο, ενώ στην από 21 Ιανουαρίου κατάθεσή της ισχυρίστηκε ότι του τηλεφώνησε, του είπε τι έγινε και άρχισε να κλαίει.

Τούτα δε κατέθεσε με σκοπό να δικαιολογήσει το λόγο που κάλεσε εκείνον και όχι κάποιο άλλο δικό της πρόσωπο, λησμονώντας προφανώς ότι είχε ήδη καταθέσει πως ο εργοδότης της τής είχε ζητήσει να του τηλεφωνήσει το βράδυ όταν θα επέστρεφε στην οικία της, όπως άλλωστε είχε πράξει.

Επιπλέον, από την κατάθεση του τελευταίου προκύπτει ότι δεν του έστειλε κάποιο μήνυμα αλλά του τηλεφώνησε και τον ενημέρωσε πως βρισκόταν στο ξενοδοχείο και πως είχε βρεθεί ημίγυμνη σε κάποιο δωμάτιο. Περαιτέρω, ισχυρίστηκε ότι μόλις ξύπνησε και αντιλήφθηκε τι είχε συμβεί, ήταν σε κατάσταση πανικού και σοκ και άρχισε να κλαίει, ενώ τόσο ο εργοδότης όσο και ο φίλος του, οι οποίοι την παρέλαβαν από το ξενοδοχείο ισχυρίστηκαν ότι μόλις την αντίκρισαν είδαν μια κοπέλα απόλυτα τρομοκρατημένη, που παρουσίαζε την εικόνα μια κακοποιημένης γυναίκας.

Ωστόσο, οι ανωτέρω ισχυρισμοί και περιγραφές όλων καταρρίπτονται από τις ένορκες καταθέσεις μίας υπαλλήλου υποδοχής στο ξενοδοχείο, η οποία την 28ηΙανουαρίου κατέθεσε ενώπιον της ανακρίτριας σχετικά με την εικόνα της εγκαλούσας.

Ανέφερε ότι δεν της κίνησε την περιέργεια ως μια κοπέλα που χρειάζεται βοήθεια. Μια άλλη υπάλληλος του ξενοδοχείου κατέθεσε ότι, το πρωί της 1ης Ιανουαρίου, πρόσεξε την 24χρονη γιατί αυτή φορούσε βραδινό ντύσιμο και μιλούσε στο τηλέφωνο κανονικά καθώς έβγαινε από το ξενοδοχείο.

Από τις συγκεκριμένες, επομένως, καταθέσεις προκύπτει αδιαμφισβήτητα ότι τούτη σε καμιά απολύτως κατάσταση πανικού δεν τελούσε, ούτε φυσικά έκλαιγε ασταμάτητα μέχρι τη στιγμή της έλευση του εργοδότη της, τουναντίον κατέβηκε από το δωμάτιο της έχοντας απόλυτα φυσιολογική κίνηση, στάση και συμπεριφορά, δίχως να κλαίει, να μοιάζει τρομαγμένη ή πολύ περισσότερο κακοποιημένη, όπως οι μάρτυρες της περιέγραψαν με γλαφυρό τρόπο. Αυτή η συμπεριφορά όμως, αφενός, δεν συνάδει με την εικόνα μιας πραγματικά κακοποιημένης σεξουαλικά γυναίκας που τελεί σε κατάσταση σοκ, και αφετέρου ουδεμία απολύτως σχέση έχει με την παράθεση των αναληθών ισχυρισμών της ιδίας.

Η 22χρονη διαστρέβλωσε γεγονότα και καταστάσεις κι επιχείρησε να παρουσιάσει την πραγματικότητα, ήτοι τη συναινετική, με τη γνήσια βούληση της και κατόπιν ελεύθερης επιλογής της συνεύρεσης της με τον κατηγορούμενο, ως ειδεχθές έγκλημα τελεσθέν εναντίον της».