*Γράφει ο Ανδρέας Μακρίδης

m>Τον Μάιο του 1821, στο αγγλικό New Monthly Magazine δημοσιεύεται ένα ποίημα με τον μακροσκελή τίτλο «Στροφές που προκάλεσαν κάποιες σκέψεις για την παρούσα κατάσταση της Ελλάδας». Ο ποιητής υπογράφει με τα αρχικά E.B.B. και το ύφος της γραφής του προδίδει μία εντονότατη επιρροή απ΄ την ποίηση του Μπάυρον.


[caption id="attachment_1903" align="alignright" width="240"] Ο Ανδρέας Μακρίδης είναι δημοσιογράφος[/caption]

Ελλάδα! Ελλάδα ένδοξη! τι παρά ένα όνομα είσαι;

ηχώ ενός καταρράκτη αργοσβησμένη;

οσμομαγεύτρα κάποτε, νικήτρια η φωνή σου

ναστενάζει τώρα πια και σιγοτρέμει.

ου κλέους σου το νανούρισμα θε να το τραγουδήσω

ιατί σ’ αγάπησα Ελλάδα – και στη λύρα

α δάχτυλα λυπητερά, απαλά θα αργοκυλήσω,

τη λήξη της η πένθιμη καντέντσα, λες πεθαίνει

ι η μελωδία της στους έρημους ανέμους ξεθυμαίνει.

Αλήθεια, εγώ σε αγάπησα. Η νεανική ψυχή μου

χει τη δόξα άγρια – και σένα – ονειρευτεί

εσμά που ελέγχουν μ’ έπαρση τον άνθρωπο, έχει σκίσει

ε τους μεγάλους τάχτηκε, κι ελεύθερους, να ζει.

, ποιος δεν θάταν ζηλωτής ακόλουθός σου Ελλάδα;

τη μαγεμένη σου σελίδα έχω ακουμπήσει

κστασιασμένος – κι έκλαψα της λευτεριάς την παρακμή

σπου το στήθος να γεμίσει με οργή πατριωτική

ι ολόρθο ήρωες, ποιητές, σοφούς, να χαιρετίσει.

Πού είσαι Αθήνα, σαν πού να είσαι τώρα;

λεύθερο το πνεύμα σου – γη ουράνια – απομένει!

κόμη σκιάζει η δάφνη το έρημο μέτωπό σου

,τι έχεις συ αφήσει – κι ας είναι ξεραμένη.

ητέρα των τεχνών, της λευτεριάς, των όπλων!

γαπημένο λείψανο, μ’ άνθη στεφανωμένη

αμπά, που μόνο η αγάπη μου μπορεί πλέον να δει

α σ’ αγαπώ, κι ας έμεινες με ανάσα τρυγημένη

ιατί είσαι ωραία Ελλάδα, ακόμα και νεκρή!

Η Βρετανία κι η Ευρώπη ζει τη δική της «Εποχή της Απελπισίας». Στην ήπειρο, η ήττα του Ναπολέοντα έχει αναδείξει μία Ιερά Συμμαχία, που στο στόχαστρό της έχει θέσει κάθε φιλελεύθερη φωνή. Στη Βρετανία, οι συντηρητικοί Τόρις κυβερνούν με ένα καλπονοθευτικό εκλογικό σύστημα και οι αντίπαλοί τους, οι φιλελεύθεροι Ουίγοι, εις μάτην περιμένουν ένα νεύμα του βασιλιά για μία κοινοβουλευτική δημοκρατική μεταρρύθμιση. Το New Monthly Magazine απευθύνεται στο κοινό των τελευταίων. Την ώρα που το τεύχος του Μαΐου του ‘ 21 (με βάση το νέο ημερολόγιο) βρίσκεται ακόμη στο πιεστήριο, στην άλλη άκρη της Ευρώπη ξεσπά η ελληνική Επανάσταση.

Τα νέα του Αγώνα των Ελλήνων, θα αργήσουν να γίνουν γνωστά στη βρετανική κοινωνία, ή τουλάχιστον στον ποιητή των «Στροφών». Δυο μήνες αργότερα, στο ίδιο περιοδικό, ο Ε.Β.Β. θα δημοσιεύσει τις «Σκέψεις προκληθείσες από ένα κομμάτι φοινικιάς που φυτρώνει στην κορυφή της Ακροπόλεως των Αθηνών». Το πνεύμα του ποιήματος είναι το ίδιο, μα τα σχόλια πολιτικά τολμηρότερα:

Στον τάφο τον μοναχικό της Λευτεριάς οδήγησέ με!

α σταθώ εκεί ν’ ακούσω το νερό να μαστιγώνει

ον τύμβο τον ευλογητό – του ήχου το άγριο κύμα

ην κρύα την πέτρα να μπορεί χλευαστικά να οργώνει!

έλαγα άσε να οργιστούν, φως ν’ αστραποβολήσει!

ης Μούσας χώρα αθάνατη και της ελευθερίας!

ου βασιλιάδες έρριχνες στα γόνατά σου ευθύς

ου κόσμους εξαφάνιζες. Ήταν ΔΙΚΟ σου Ελλάδα

α ‘σαι του λεύτερου ο γονιός, της γης κατακτητής….

Τα αρχικά Ε.Β.Β. δεν έμελλε απλώς να παραλάβουν από τον Μπάυρον την φιλελληνική ποιητική σκυτάλη. Επρόκειτο να αποτελέσουν την πρώτη δημόσια εμφάνιση, της μεγαλύτερης ίσως, ποιήτριας της Βρετανίας, της Ελισάβετ Μπάρετ Μπράουνινγκ.

Το νεαρό κορίτσι συνέθεσε το πρώτο του ποιητικό σκαρίφημα στην ηλικία των οκτώ ετών, επιλέγοντας να στηλιτεύσει σε μία στροφή, τη συνήθεια της Βρετανίας να συλλαμβάνει και να επιστρατεύει «λιποτάκτες» (πολλοί από τους οποίους ήταν απλώς Αμερικανοί πολίτες) για να στελεχώσει το ναυτικό της. Στα 1818, σε ηλικία μόλις 12 ετών, συνθέτει τη δική της «Μάχη του Μαραθώνα», αποτελούμενη από 731 δίστιχα σε βυρωνικό ύφος.

Εντυπωσιασμένος ο πατέρας της, εξέδωσε το έργο με δικά του έξοδα σε πενήντα αντίτυπα. Ο Έντουαρντ Μπάρετ Μούτον, ήταν ένας πλούσιος και πολύτεκνος γαιοκτήμονας, προσκείμενος κομματικά στους φιλελεύθερους. Αυτό δεν τον εμπόδιζε, όπως συχνά συμβαίνει, να ‘ναι τυραννικός κι αυταρχικός, και να διατηρεί ακόμα και φυτεία με δούλους στη Τζαμάικα.

Τα νέα από την ελληνική Επανάσταση καταφθάνουν πλέον στη Βρετανία. Η νεαρή ποιήτρια τα ρουφάει με ενθουσιασμό, ιδίως σαν μαθαίνει την στράτευση του αγαπημένου της λόρδου Μπάυρον στο πλευρό των Ελλήνων. Ο δάσκαλός της στα αρχαία ελληνικά, ο Χιου Στιούαρτ Μπόιντ, δεν συμμερίζεται τον ενθουσιασμό της. Γι’ αυτόν οι νεοέλληνες δεν έχουνε καμία σχέση με τους αρχαίους προγόνους τους – αν ήτανε κι εκείνοι πρόγονοί τους. Ο Μπόιντ δηλώνει παντελώς αδιάφορος για τα «άγρια θηρία” και την επανάστασή τους. Η ποιήτρια ξεσπαθώνει στην απάντησή της:

«Στ΄ αλήθεια, όταν αποκαλείς τους Έλληνες “άγρια θηρία” και δηλώνεις παντελή έλλειψη ενδιαφέροντος για την απελευθέρωσή τους από τον τουρκικό ζυγό, αναρωτιέμαι αν ο Αισχύλος δεν εξαπέλυσε τις Ερινύες του επάνω σου. Πρέπει να ροχαλίζουν ΠΟΛΥ άγρια! […] Οι Έλληνες είναι Έλληνες στο όνομα, στο έδαφος και στην καταγωγή […] Έχω μια εκτίμηση για την ίδια τη γη και τον αέρα, και δεν θέλω τυράννους να ανασαίνουν εκεί που στέκουν οι ποιητές, ή σκλάβους να βαδίζουν μες στα ίχνη των ηρώων!».

Ο θάνατος του Βύρωνα στο Μεσολόγγι θα συγκλονίσει την νεαρή Ελισάβετ, που θα του αφιερώσει δύο σπαραχτικά ποιήματα στην πρώτη της ποιητική συλλογή, την «Έκθεση για τον Νου» στα 1826. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στις «Στροφές για τον θάνατο του Λόρδου Μπάυρον».

«Της Βρετανίας ο ποιητής! Ο ήρωας της Ελλάδας ησυχάζει!

αι η Ελευθερία σκύβοντας στον άψυχο πηλό,

ψώνει τη φωνή της σε οδυρμό

ια μας η νύχτα την ημέρα επισκιάζει…»

Την ίδια ώρα η ποιήτρια θα αφήσει τα συναισθήματά της για τον ελληνικό Αγώνα να ξεχειλίσουν στο χαρτί, με στίχους που απηχούν, όχι μονάχα τον προσωπικό της ενθουσιασμό, αλλά και τη διέγερση που προκαλούσε η επαναστατημένη Ελλάδα σε χιλιάδες ομότεχνούς της σε όλη την Ευρώπη:

«Πατρίδα μου άλλη, πατρίδα της ψυχής μου!

σύ ΄σαι! κι η καρδιά μου τραγουδούσε

ε ψεύδισμα μικρού παιδιού, χορδή ξεκουρδισμένη.

σο και αν η Μνήμη μου για σένανε θρηνούσε,

ε σε της Φαντασίας οι ωραίοι περίπατοί μου.

αζί σου τώρα χαίρομαι με την ψυχή αρπαγμένη

αν κάποιος φίλος μου να ανέβλεπε νεκρός – να μου γελούσε.

?………………………………………………………………………

αμογέλα – χαμογέλα, ω γη αγαπημένη!

αι αν τραγούδι από φλογέρα δωρική

α ξέφωτά σου δεν θα γητέψει τώρα,

αι αν Ιόνια μουσική, στην λαγκαδιά ψιθυριστή

εν θα ακουστεί (η ηχώ της ξεχασμένη)

έλα ω γη αγαπημένη, ήρθε η ώρα

ο χώμα σου το σιωπηλό ένα ήχο να γεννήσει

αι η λαλιά σου η ελληνική στα άλση πλέον να τραγουδήσει

να τραγούδι ελληνικό, με ανάσα λυτρωμένη…»

Η ανάταση της ψυχής, δεν αρκεί ωστόσο να αντιμετωπίσει τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει η νεαρή Ελισάβετ – μια στρέβλωση της σπονδυλικής στήλης που οδηγούσε σε παραλυσία και νευρικές διαταραχές, που οι γιατροί αδυνατούσαν να αντιμετωπίσουν.

Πλάι στην αδύναμη επιστήμη, ερχόταν το ασφυκτικό οικογενειακό πλαίσιο, το άσχημο κλίμα της Αγγλίας που την καθήλωσε σχεδόν στο κρεβάτι. Στα 1833, η ποιήτρια παρουσιάζει τη δική της μετάφραση του «Προμηθέα Δεσμώτη» του Αισχύλου, ενώ λίγα χρόνια αργότερα, θα ξεκινήσει τη δημόσια ποιητική καταγγελία της ενάντια στην θανατηφόρα παιδική εργασία στη Βρετανία, με έναν στίχο απ΄ τη Μήδεια του Ευριπίδη: «Φευ, φευ, τι προσδέρκεσθέ μ΄ όμμασιν τέκνα;». «Γιατί παιδιά μου στα μάτια με κοιτάτε;».

Πράγματι, στο ποίημά της «Η κραυγή των παιδιών», η Ελισάβετ Μπάρετ θα διεκτραγωδήσει την κατάσταση των παιδιών της εργατικής τάξης της Βρετανίας, που αναγκάζονταν να δουλεύουν στα εργοστάσια, ή να καθαρίζουν τις καμινάδες, σε βάρος της υγείας τους και της ίδιας τους της ζωής. Αν και πιστή χριστιανή, η ποιήτρια δεν θα διστάσει να προκαλέσει τους συμπολίτες της, παρουσιάζοντας τα παιδιά να δηλώνουν πως «ο Θεός είναι βουβός σαν πέτρα» και πως «στον Ουρανό, το μόνο που βρίσκουμε είναι σκοτεινά σύννεφα που γυρίζουνε σαν τους τροχούς».

Η «κραυγή των παιδιών» της Μπάρετ δημοσιευμένη στα 1843, όπως και τα έργα του Ντίκενς, «Όλιβερ Τουίστ» και «Ντέηβιντ Κόπερφιλντ» συνέβαλαν περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στην ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης ενάντια στην παιδική εργασία, οδηγώντας και στην υιοθέτηση νομοθετικών μέτρων περιορισμού της.

Ο δεύτερος κοινωνικός αγώνας που γνώρισε την ευεργετική συμβολή της φιλελληνίδας ποιήτριας, ήταν ο αγώνας κατά της δουλείας στις ΗΠΑ. Σε ένα συγκλονιστικό της ποίημα με τίτλο «Ο σκλάβος φυγάς στο Σημείο του Προσκυνητή» η Ελισάβετ Μπάρετ Μπράουνινγκ παρουσιάζει μια μαύρη σκλάβα που σκοτώνει το παιδί της – καρπό του βιασμού απ’ τον αφέντη της.

Το ποίημα δημοσιεύθηκε στο αμερικανικό, αντιρατσιστικό περιοδικό «Καμπάνα της Ελευθερίας» (Freedom’s Bell) στα 1848. Οκτώ χρόνια αργότερα, το ίδιο έντυπο θα φιλοξενήσει και το ποίημα της Μπράουνινγκ «Κατάρα για ένα έθνος», ένα πολύ σκληρό πόνημα κατά της δουλείας, στα ίχνη της «Κατάρας της Αθηνάς» του Λόρδου Μπάυρον. Στην τελευταία, η θεά Αθηνά παρουσιαζόταν να τιμωρεί την Βρετανία για την κλοπή των αρχαίων του Παρθενώνα από τον Έλγιν και την παραβίαση των φιλελεύθερων αρχών της. Στην «Κατάρα για ένα έθνος», ένας άγγελος καταριέται τις Ηνωμένες Πολιτείες, ότι ευημερούν στο όνομα του Θεού, επικαλούμενες την εντιμότητα έναντι του παλαιού ευρωπαϊκού κόσμου, «αλλά κάνουν τέλεια το έργο των δαιμόνων, στραγγαλίζοντας μάρτυρες».

Θα μπορούσε να πει κανείς πολλά ακόμα για τον μαχητικό λόγο της φιλελληνίδας ποιήτριας. Το πρόσωπό της σήκωσαν και οι Αγγλίδες σουφραζέτες στα πλακάτ τους, στις διαδηλώσεις του πρώιμου φεμινιστικού τους κινήματος. Δεν θα ΄πρεπε να κλείσουμε το αφιέρωμά μας όμως, χωρίς να αναφερθούμε και στη μοναδική ευαισθησία που επιδεικνύει στα ερωτικά ποιήματά της, αφιερωμένα στον σύζυγό της, Ρόμπερτ Μπράουνινγκ – σύντροφό της στη ζωή μα και στην ποίηση. Τα «Πορτογαλικά Σονέτα» της, κυκλοφορούν στην ελληνική αγορά σε εξαιρετικές μεταφράσεις, που αναδεικνύουν μία ερωτική σχέση, μοναδικού βάθους και ειλικρίνειας.

Η Επανάσταση του 1821, αποτέλεσε τη θρυαλλίδα για την έκφραση ενός καταπιεσμένου φιλελεύθερου πνεύματος, που φύσηξε έκτοτε σε ολόκληρο τον κόσμο. Χιλιάδες διανοούμενοι την ύμνησαν κι εμπνεύστηκαν από αυτήν, χιλιάδες φιλέλληνες στηρίξαν τον Αγώνα, με τη γραφή ή και το όπλο, ενίοτε πέφτοντας νεκροί και στο πεδίο της τιμής.

άθε 19 Απριλίου εορτάζουμε τη μνήμη τους. Έλληνα, μην τους ξεχνάς.

*Ο Ανδρέας Μακρίδης είναι δημοσιογράφος

m>(Οι μεταφράσεις των ποιημάτων, ανήκουν στον συντάκτη του άρθρου)