…με ρώτησε τότε ο κορονοϊός, ο μαύρος, ο παμφάγος δράκοντας, ο κάτισχνος από την πείνα:

– Γιατί δεν κοιμάσαι;

– Γιατί δεν με αγαπάει ο ύπνος πια, αποκρίθηκα

– Γι’ αυτό είσαι έτσι;

– Ναι, Είμαι λυπημένος, του απάντησα.

– Αυτό παθαίνει όποιος είναι λυπημένος;

– Nαι, συχνά το παθαίνει κι αυτό.

– Τι σημαίνει για έναν άνθρωπο να είναι λυπημένος;

– Να μην κοιμάται, να μαραζώνει, να μην μπορεί να είναι πουθενά.

– Πού θα ήθελες να είσαι; ξαναρώτησε.

– Θα ήθελα να είμαι εκεί όπου ζητά η καρδιά μου.

– Και γιατί δεν προσπαθείς να είσαι; ρώτησε με απορία.

– Γιατί δεν μπορώ.

– Και γιατί δεν μπορείς, επέμεινε.

– Γιατί δεν αντέχω.

– Και γιατί δεν αντέχεις;

– Γιατί φοβάμαι να βλέπω τρομαγμένους ανθρώπους. Γιατί τον ίδιο φόβο νιώθω κι εγώ. Γιατί δεν αγαπώ αυτό το μέρος της καρδιάς μου τώρα πια.

Πάψε τώρα με τις ερωτήσεις και προσπάθησε να με καταπιείς μονομιάς… να μην πονέσω.

Ο κορονοϊός δεν απάντησε. Δεν με κοίταξε καν. Λύγισε αργά τα γόνατά του μέχρι ν’ ακουμπήσουν στο βρεγμένο χώμα. Κι ύστερα, αργά, βαριεστημένα, στηρίζοντας το βάρος του στο δεξί του χέρι, άφησε στην αρχή το ισχίο του και στη συνέχεια το πλαϊνό μέρος του κορμού του να απλωθεί στη γη. ‘Εβαλε την παλάμη του για προσκεφάλι κι έκλεισε τα μάτια.

– ‘Ει, κορονοϊέ, του φώναξα, αλλά δεν πήρα απάντηση.

– ‘Ει, μαύρε δράκε, φώναξα πιο δυνατά και τον σκούντηξα με τη μύτη του παπουτσιού μου.

Εκείνος όμως δεν κινήθηκε.

Ούρλιαξα. Τον κλώτσησα με μανία. ‘Αρχισα να χτυπιέμαι.

Όμως δεν ήταν πια εκεί. Είχε απ’ ώρα ξεψυχήσει.

‘Εφυγε μακριά και μου άφησε για ενθύμιο το μαύρο κάτισχνο κουφάρι του.

Αυτός είναι ο λόγος που είμαι ακόμα ζωντανός: ένας μαύρος, παμφάγος, κάτισχνος κορονοϊός που αρνιέται ακόμα να με καταπιεί.