'Eνας πολύ πλούσιος επιχειρηματίας κάθε χρόνο συνήθιζε να στέλνει με το γραμματέα του ένα γενναίο πόσο σαν δωρεάν στην εκκλησία του χωριού.

Μία μέρα, χωρίς προειδοποίηση, πηγαίνει ο ίδιος να δει τον ιερέα.

Τέκνο μου, πόσο χαίρομαι που σε βλέπω. Πάει Καιρός που δεν περνούσες από δω, του λέει ο παπάς.

- Αλήθεια είναι πάτερ, πως δεν με φέρνει καλός άνεμος. ‘Ερχομαι, γιατί τον τελευταίο καιρό όλα μου πάνε πολύ άσχημα, ειδικά στις επιχειρήσεις, για αυτό θέλησα να φέρω εγώ ο ίδιος το φετινό check, που, όπως θα δείτε, είναι λιγότερο από το μισό των προηγούμενων χρόνων, λέει ο άνθρωπος ανήσυχος.

Ο παπάς, με τόνο κατανόησης, προσπαθεί να τον ηρεμήσει.

- Μην ανησυχείς τέκνο μου, ο Θεός θα μας βοηθήσει. και εμάς και εσένα, που φαίνεται να το χρειάζεσαι.

- Όχι πάτερ, Δεν νομίζω πως υπάρχει τρόπος να σώσω την κατάσταση αυτή, απαντά ο άνθρωπος, κυριευμένος από απόγνωση. ‘Εχουν γίνει πάρα πολλά λάθη και για όλα είμαι εγώ υπεύθυνος.

Τότε ο παπάς, που καταλαβαίνει σε πόσο δύσκολη κατάσταση βρίσκεται ο επιχειρηματίας, προσφέρεται να του επιστρέψει τη συνεισφορά του.

- Ευχαριστώ, πάτερ, του λέει ο άνθρωπος, αυτό δεν θα άλλαζε και πολύ τα πράγματα. Το μοναδικό που σας ζητάω είναι να μπορέσετε να καταλάβετε πώς από δω και πέρα δεν θα μπορώ πια να συνεισφέρω στην ενορία.

- Μην ανησυχείς για αυτό, θα τα βγάλουμε πέρα εμείς…, του λέει ο παπάς. Πριν φύγεις, άσε με να σου πω κάτι που μπορείς να ακολουθήσεις σαν συμβουλή.

Όταν οι πρόγονοί μας βρίσκονταν χαμένοι σε κάποια φουρτούνα της ζωής και έβλεπαν πως δεν μπορούσαν να ξεφύγουν, έπαιρναν το ιερό Ευαγγέλιο και, κρατώντας το με τη ράχη προς τα πάνω, το ανέβαζαν λίγα εκατοστά από το τραπέζι. Συνήθιζαν να τραγουδούν κάποιον ψαλμό, και με όλη την πίστη τους, το άφηναν να πέσει, για να ανοίξει σε κάποια σελίδα, στην τύχη. Τότε, με τα μάτια κλειστά ακουμπούσαν το δάχτυλο στο κείμενο και διάβαζαν την παράγραφο που τύχαινε. Εκεί, σε εκείνη τη φράση του Ιερού βιβλίου, έβρισκαν συνήθως την απάντηση στο πρόβλημά τους. Αυτοί έλεγαν πώς τα χέρια τους τα οδηγούσε ο ίδιος ο Θεός, γιατί για αυτόν πάντα υπάρχει μία λύση.

Ο άνθρωπος άκουσε την ιστορία με δυσπιστία, ευχαρίστησε και έφυγε με ένα χλιαρό χαμόγελο.

‘Εξι μήνες πέρασαν από εκείνη τη φορά.

Ένα πρωί, μία τεράστια άσπρη λιμουζίνα σταματάει μπροστά στην εκκλησία. Ο ίδιος άντρας, ντυμένος κομψά, ήρεμος και μ’ ένα χαμόγελο να του ξεχειλώνει το πρόσωπο, κατεβαίνει από το αυτοκίνητο.

Ο παπάς τον αναγνωρίζει αμέσως και, ύστερα από μία θερμή αγκαλιά, του λέει:

- Χαίρομαι πολύ που ήρθες... Yποπτεύομαι πως αυτή τη φορά σε φέρνει καλύτερος άνεμος από την τελευταία που βρεθήκαμε.

- Και εγώ χαίρομαι που σας βλέπω πάτερ, απαντά ο άνθρωπος, ενθουσιασμένος. Μάλιστα, ήρθα βιαστικός να σας χαιρετήσω και να σας φέρω το άλλο μισό από τα λεφτά που δεν μπόρεσα να σας δώσω πέρυσι. Επίσης, αν το δέχεστε, θα χαιρόμουν πολύ να διπλασιάσω τη συνεισφορά μου φέτος.

- Τέκνο μου, ευχαριστούμε πολύ, απαντά ο παπάς. Χαίρομαι που βλέπω πως μας θυμάσαι και στις χαρούμενες στιγμές σου.

- Πώς να μη θυμάμαι, πάτερ; Άλλωστε, αυτή η αλλαγή δεν θα είχε έρθει, αν εσείς δεν μου είχατε διηγηθεί την ιστορία της αρχαίας συνήθειας των προγόνων μας.

- Δηλαδή, παιδί μου;

Θυμάστε που ήρθα γεμάτος αγωνία για την καταστροφή που με περίμενε; Αφού άκουσα την ιστορία, ομολογώ ότι έφυγα σχεδόν γελώντας με την αφέλεια σας. το πρόβλημά μου είναι υλικό και συγκεκριμένο, σκέφτηκα, όχι πνευματικό. Αλλά στο σπίτι ήμουν τόσο απεγνωσμένος, που πήρατε Ευαγγελία από το δωμάτιο της μητέρας μου και αποφάσισα να ακολουθήσω τη συμβουλή σας... Διαβάζοντας αυτό που έδειχνε το δάχτυλό μου, κατάλαβα όλα τα λάθη μου και μπόρεσα να αρχίσω να βγαίνω από τη φρικτή κατάσταση στην οποία βρισκόμουν. Και πάλι ευχαριστώ, πάτερ, ήταν χαρά μου να σας ξαναδώ. Θα τα ξαναπούμε του χρόνου...

Και λέγοντας αυτά τα λόγια, κάνει να φύγει…

Μια στιγμή, τέκνο μου, μια στιγμή... με ενδιαφέρει πολύ να μάθω τι έλεγε στη σελίδα που έδειξε το δάχτυλό σου.

- Α! βέβαια, πάτερ, έλεγε: “Kεφάλαιο 19”.

- Τι ωραία, απαντά ο παπάς και προσθέτει: Συγχώρεσε την κακή μου μνήμη, αλλά τι λέει το κεφάλαιο 19;

- Α! Δεν ξέρω πάτερ, δεν το διάβασα ποτέ, απαντά ο άνθρωπος.

- Δεν καταλαβαίνω, λέει ο ιερέας, τότε... πώς σε βοήθησε;

- Eίναι ότι εκείνη τη στιγμή αμέσως κατάλαβα, πάτερ, πως ό,τι και να έλεγε το κεφάλαιο 19, το προηγούμενο κεφάλαιο, τo 18, είχε τελειώσει.