Ο αριθμός των Ευρωπαίων που χαρακτηρίζει "κακή" ή "πολύ κακή" την κατάσταση της ψυχικής του υγείας αυξήθηκε στη διάρκεια της πανδημίας του κορονοϊού, ακόμη και μετά την άρση των λοκντάουν, όπως προκύπτει από τα αποτελέσματα δημοσκόπησης που δόθηκαν σήμερα στη δημοσιότητα.

Η δημοσκόπηση της υπηρεσίας της ΕΕ Eurofound που διενεργήθηκε σε δείγμα 200.000 ανθρώπων διαπίστωσε ότι ο αριθμός εκείνων που χαρακτήρισαν την κατάσταση της υγείας τους "κακή" ή "πολύ κακή" διπλασιάστηκε, από 6,4% όπου βρισκόταν τον Μάρτιο του 2020 -κατά την έναρξη δηλαδή της υγειονομικής κρίσης- σε 12,7% δύο χρόνια αργότερα παρότι χαλάρωσαν οι περιορισμοί.

"Με το εκ νέου άνοιγμα της κοινωνίας πολλοί ήλπισαν ότι η ψυχική τους κατάσταση θα βελτιωνόταν. Ωστόσο, την άνοιξη του 2022 ο κίνδυνος της κατάθλιψης παρέμενε ανησυχητικά υψηλός για πολλούς ανθρώπους", αναφέρεται στην ανακοίνωση των πορισμάτων της δημοσκόπησης όπου προστίθεται ότι ο κίνδυνος εμφανίζεται μεγαλύτερος για τους νέους.

Η διαδικτυακή δημοσκόπηση, που διενεργήθηκε από τον Μάρτιο του 2020 ως τον Μάιο του 2022, αποκάλυψε επίσης ότι περισσότεροι πολίτες στις 27 χώρες μέλη της ΕΕ πασχίζουν να αντεπεξέλθουν στις ανάγκες τους και κινδυνεύουν περισσότερο από ενεργειακή ανέχεια, κυρίως εξαιτίας του υψηλού πληθωρισμού.

Περίπου το 53% των ερωτηθέντων απάντησε ότι αντιμετώπισε δυσκολίες για να αντεπεξέλθει στις ανάγκες του νοικοκυριού του την άνοιξη του 2022 σε σύγκριση με 47% που ήταν το αντίστοιχο ποσοστό στην έναρξη της πανδημίας, όπως διαπίστωσε η Eurofound σε ξεχωριστή της έκθεση.

"Η ανησυχία σε έναν μεγάλο βαθμό (για τα οικονομικά) σε συνδυασμό με την αβεβαιότητα για το μέλλον πιθανόν να συνεχίσουν να έχουν αρνητικό αντίκτυπο στην ψυχική υγεία", αναφέρεται.

Επιπλέον, σχεδόν ένας στους πέντε ερωτηθέντες απάντησε ότι δεν έλαβε την απαραίτητη φροντίδα ψυχικής υγείας σε ό, τι αφορά την επίσκεψη σε νοσοκομείο και σε ειδικό ψυχικής υγείας.