Ερευνητές από το Πανεπιστημιακό Κολέγιο του Λονδίνου ανέπτυξαν μια μέθοδο ελέγχου των κινητών τηλεφώνων για παρουσία κορονοϊού, η οποία, όπως υποστηρίζουν, έχει την ίδια εγκυρότητα με τα διαγνωστικά ρινικά τεστ. Οι ερευνητές συνεργάζονται τώρα με την νεοφυή εταιρεία Diagnosis Biotech στην Χιλή για την μαζική παραγωγή αυτών των τεστ Covid για τα κινητά τηλέφωνα.

Όπως λένε, η χρήση αυτών των τεστ επιτρέπει σε κάποιον να αποφύγει την δυσάρεστη εμπειρία της λήψης δείγματος από το εσωτερικό της μύτης.

Οι ερευνητές αναφέρουν ότι οι μελέτες που έκαναν έδειξαν πώς τα άτομα που έχουν μολυνθεί από τον κορονοϊό μεταδίδουν εύκολα τον ιό στην οθόνη του κινητού τους τηλεφώνου καθώς το χρησιμοποιούν. Η μέθοδος που ανέπτυξαν μπορεί να εντοπίζει την παρουσία του κορονοϊού στο τηλέφωνο με ποσοστά επιτυχίας από 81%-100%.

Πρόκειται για ποσοστά παρόμοια με αυτά των rapid τεστ. Μάλιστα ο έλεγχος των τεστ για τα κινητά τηλέφωνα γίνεται εργαστηριακά με τον ίδιο τρόπο που γίνεται ο έλεγχος των μοριακών τεστ PCR, αλλά τα αποτέλεσμα για τα κινητά τηλέφωνα βγαίνουν σε διάστημα έξι ωρών, ενώ των PCR χρειάζονται τουλάχιστον 24 ώρες. Σύμφωνα με τους δημιουργούς του, το τεστ κορονοϊού για κινητά τηλέφωνα παράγει λιγότερα ψευδώς θετικά αποτελέσματα από τα συμβατικά τεστ που κάνουν οι άνθρωποι.

«Τα τεστ στα κινητά τηλέφωνα μπορούν να φέρουν το τέλος των ρινικών τεστ στους εργασιακούς χώρους, τα σχολεία κ.α.

υτή η νέα μέθοδος μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε μαζική κλίμακα και να εμποδίσει την μετάδοση του ιού από ασυμπτωματικούς ασθενείς όταν ανακαλύψουν ότι έχουν νοσήσει από το τεστ του κινητού τους τηλεφώνου.

trong>Ανακαλύψαμε ότι υπάρχουν μεγάλες συγκεντρώσεις του ιού στα κινητά τηλέφωνα από τα άτομα που τα αγγίζουν ή μιλούν με αυτά. Είναι παρόμοιου επιπέδου συγκεντρώσεις του ιού με αυτές που υπάρχουν στην μύτη. Αυτό σημαίνει ότι μπορούμε να κάνουμε τεστ Covid στα κινητά τηλέφωνο διαδικασία απλή και χαμηλού κόστους.

πιπλέον, είναι μια μέθοδος που μπορεί να βοηθήσει όχι μόνο στην παρούσα κατάσταση, αλλά και στην παρεμπόδιση της εξάπλωσης μιας επόμενης πανδημίας» αναφέρει ο δρ. Ροντρίγκο Γιάνγκ, επικεφαλής της ερευνητικής ομάδα.