Αρχίζω να βαδίζω, και στην πρώτη στροφή εμφανίζονται οι ερωτήσεις.

Οι πρώτες φαίνονται πως είναι πάντα οι ίδιες.

Γιατί είμαι εδώ και κάνω αυτήν την προσπάθεια;

Τι κάνει κάποιος εδώ σαν εμένα, σ’ έναν τέτοιο δρόμο;

Κι από κει κι έπειτα εκατοντάδες ερωτήματα λίγο πολύ σχετικά με τα πρώτα, τα οποία, επειδή δεν απαντήθηκαν επανέρχονται πιεστικά:

Πρέπει άραγε να συνεχίσω, ή να γυρίσω πίσω και να μείνω όπως ήμουν;

Μήπως περιπλέκω τη ζωή μου χωρίς λόγο; Στο κάτω κάτω, τόσος κόσμος ζει απολύτως ευτυχισμένος χωρίς να έχει σκεφτεί τέτοια πράγματα…

Ισχύει ότι μπορείς να εγκαταλείψεις έναν δρόμο όποτε θέλεις (και δεν είμαι εγώ που θ’ ανεμίσω την παντιέρα που λέει ότι πρέπει πάντα και με οποιοδήποτε κόστος να τελειώνουμε ό,τι αρχίσαμε, ούτε αυτός που θα σηκώσει το λάβαρο του αγώνα μέχρι τελικής πτώσεως), ειδικά όταν τον δρόμο αυτόν δεν τον έχεις επιλέξει εσύ, και όταν _ εδώ που έχεις φτάσει_, δεν είσαι πια και τόσο σίγουρος ότι σε βγάζει σ’ ένα τόπο που αξίζει για σένα τον κόπο.

Είναι φανερό ότι θα μπορούσες να σταματήσεις εδώ. Το έχουν κάνει πολλοί πριν από σένα που πέρασαν την πόρτα, ξεκίνησαν την πορεία και στη διαδρομή εγκατέλειψαν την πρόκληση.

Το βέβαιο είναι ότι, όπως έχουμε πει, αν σου συμβεί κάτι τέτοιο μπορείς να σταματήσεις την αναζήτηση. Επιλογή σου θα είναι. Αυτό που στα σίγουρα, όμως, δεν θα μπορέσεις να κάνεις, είναι να ξαναγίνεις αυτός που ήσουν πριν περάσεις εκείνη την πόρτα. Ούτε καλύτερος θα είσαι, ούτε χειρότερος, ωστόσο, κάτι θα έχει αλλάξει μέσα σου.

Είναι δύσκολο να μάθεις και αδύνατον να ξεχάσεις _από επιλογή_ ό,τι έμαθες (κι εδώ έχει σημασία να υπογραμμίσουμε τη διαφορά ανάμεσα σε ό,τι “έμαθε” κανείς, κι ό,τι “απομνημόνευσε”).

Απ’ τη στιγμή που έμαθες γι’ αυτόν τον δρόμο κι έκανες δυο τρία βήματα πάνω του, θα μπορέσεις να τον αφήσεις, όχι όμως να τον ξεχάσεις. Θα μπορέσεις να τον αγνοήσεις, να καμωθείς πως δεν υπάρχει, ως και να πείσεις τον εαυτό σου ότι δεν σε απασχολεί, όμως αυτός ο πρώτος σπόρος που εσύ ο ίδιος φύτεψες, θα εξακολουθεί να ζει μέσα σου.

Αλλά αν αποφασίσω να συνεχίσω, τι θα τις κάνω όλες αυτές τις ερωτήσεις;

Θα μπορούσα ίσως να τις παραβλέψω, να τις παρακάμψω ή να προσπαθήσω να τις ξεχάσω.

‘Ισως θα μπορούσα ν’ απαντήσω με άλλες ερωτήσεις.

Πάντα πιάνει αυτό το κόλπο… ή, τουλάχιστον, πιάνει κάποιες φορές.

Στα χρόνια του κολεγίου το μάθημα των μαθηματικών ήταν πάντα ένα μαρτύριο για τους μαθητές. Ο καθηγητής μας _ένας μηχανικός που είχε γίνει δάσκαλος για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο, χωρίς η δουλειά του να είναι η διδασκαλία_, χρησιμοποιούσε απαράλλακτα την ίδια “μέθοδο”: σε κάθε μάθημα μάς εξηγούσε τουλάχιστον μία νέα έννοια από τη διδακτέα ύλη και μετά μας έδινε ασκήσεις πάνω σ’ αυτό για να τις λύσουμε στο σπίτι.

Οι ασκήσεις για το σπίτι ήταν πάντα τρεις για κάθε έννοια, ούτε μία παραπάνω ή λιγότερη, και το μέγεθος του μαρτυρίου ήταν ανάλογο του αριθμού των νέων εννοιών που θα τύχαινε να μας διδάξει. Στο επόμενο μάθημα, διορθώναμε τις ασκήσεις πάντα στην αρχή της ώρας: ανέβαιναν κάποιοι στον πίνακα και έλυναν τις ασκήσεις του προηγούμενου μαθήματος, ο καθηγητής διόρθωνε τα λάθη και ρωτούσε αν είχαμε καταλάβει. Μετά η ιστορία ξανάρχιζε “αδυσώπητη”: μια καινούρια έννοια και μια νέα σειρά ασκήσεων.

Μια μέρα σκεφτήκαμε έναν τρόπο για να μην έχουμε τόση πολλή δουλειά στο σπίτι. Το σχέδιο είχε ως εξής: αν ο καθηγητής μας παρέδιδε δύο θέματα, όπως γινόταν συνήθως, θα είχαμε έξι ασκήσεις για το σπίτι. Αν παρέδιδε τρία, θα είχαμε εννιά, κι αν είχε χρόνο και για τέταρτο θέμα, τότε πια θα είχαμε δώδεκα προβλήματα για το σπίτι!

‘Ηταν απλό λοιπόν τι έπρεπε να κάνουμε. Την ώρα της λύσης των ασκήσεων στον πίνακα, όταν θα μας ρωτούσε αν είχαμε καμιά απορία, θα έπρεπε να κάνουμε ακατάπαυστα ερωτήσεις για να μην έχει χρόνο να παραδώσει καινούργια θέματα.

‘Ηταν καταπληκτική ιδέα και τη βάλαμε σε εφαρμογή στο αμέσως επόμενο μάθημα, βομβαρδίζοντας τον καθηγητή με κάθε λογής απορίες: άλλες πραγματικές, άλλες απίθανες που είχαμε κατασκευάσει από το μυαλό μας, κι ερωτήματα ίδια μ’ αυτά που είχαν εκφράσει άλλοι διαφορετικά διατυπωμένα.

Το αποτέλεσμα της πρώτης μέρας ήταν φανταστικό! Πράγματι, εκείνη τη μέρα ο καθηγητής μπόρεσε να παραδώσει ένα μόνο θέμα, οπότε για το σπίτι είχαμε να κάνουμε μόνο τρεις ασκήσεις. Το σχέδιο που είχαμε συλλάβει τα εικοσιπέντε σαϊνια της τάξης μου, είχε στεφθεί με απόλυτη επιτυχία.

Την άλλη μέρα πήγαμε όλοι ευχαριστημένοι στο μάθημα των μαθηματικών.

Βέβαια, κάτι που δεν είχαμε σκεφτεί έμελλε να καταστρέψει για πάντα το σχέδιό μας: έχοντας να λύσουμε στην τάξη μόνο τρεις ασκήσεις, αντί να αφιερώσουμε μισή ώρα στη διόρθωσή τους, είχαμε τελειώσει μέσα σε δέκα λεπτά, παρ’ όλες τις προσπάθειές μας να ρωτάμε και να ξαναρωτάμε διάφορες απορίες. Η τραγική συνέπεια ήταν ότι, εκείνη τη φορά, αντί ο καθηγητής να έχει μισώ ώρα να παραδώσει, είχε στη διάθεσή του πενήντα ολόκληρα λεπτά. Βάλαμε τα δυνατά μας για να ρωτάμε συνεχώς διάφορα, εκείνος μας παρέδωσε πέντε θέματα σ’ εκείνο το μάθημα, κι ο καθένας μας πήρε για το σπίτι, ούτε λίγο ούτε πολύ, δεκαπέντε ασκήσεις για την άλλη μέρα.

Οι υπερβολικά πολλές ερωτήσεις που κάναμε στον καθηγητή, δεν ήταν για να λύσουμε τις απορίες μας. Οι πολλές ερωτήσεις ποτέ δεν είναι γι’ αυτό. Είχαν έναν συγκεκριμένο σκοπό: να παρακωλύσουμε το μάθημα, να εμποδίσουμε την παράδοση νέου θέματος και ν’ αποφύγουμε την εργασία που μας αναλογούσε στο σπίτι.

Το ίδιο γίνεται πολλές φορές στην πορεία μας (κι άλλες τόσες φορές στη ζωή μας). Φορτώνουμε το τοπίο με απορίες, όχι επειδή μας ενδιαφέρουν οι απαντήσεις, αλλά για το ακριβώς αντίθετο: για ν’ αποφύγουμε ν’ ακούσουμε την απάντηση.

Αυτές είναι κενές ερωτήσεις που χρησιμεύουν μόνο για να ξεγελάμε τον εαυτό μας _αν και όχι για πάρα πολύ΄.

Φυσικά, το θέμα για εμάς δεν είναι να περιοριστούν οι ερωτήσεις, αλλά να παραμεριστούν οι ανωφελείς κι όλες αυτές που δε ζητάνε απάντηση, παρά αποτελούν πρόφαση για να παραμείνουμε στάσιμοι.

Γνωρίζουμε καλά _χάρη στην πείρα που έχουμε αποκτήσει από προηγούμενα επίπεδα_, ότι ορισμένες ερωτήσεις που κάποια στιγμή μας φάνηκαν σημαντικές, λίγο μετά αποδείχτηκαν ασήμαντες ή άχρηστες. Ερωτηματικά κοινότοπα και αγχώδη, που κάποιες νύχτες δεν μας άφηναν να κοιμηθούμε, όπως: Θα μ’ αγαπάει για πάντα; Θα πετύχω; Τι πρέπει να κάνω για να νιώθω ότι όλα είναι υπό έλεγχο; Ως και το βλακώδες τρίπτυχο των ερωτημάτων που εμφύτευσε μέσα μας ο καταναλωτικός κόσμος: Πόσο κοστίζει; Πού το πουλάνε; Πού θα βρω λεφτά;

Σ’ αυτό το επίπεδο, όπως και σε άλλα, η άχρηστη ερώτηση, αυτή που θα πρέπει ν’ αποφύγουμε με κάθε τρόπο, αυτή που μας τρώει τον περισσότερο χρόνο, διατυπώνεται με μία μόνο λέξη που έχει πέντε γράμματα όλα κι όλα: Μπορώ;

Πριν λίγα χρόνια, καθαρά από κέφι, μπήκα στη διαδικασία να γράψω ένα μυθιστόρημα. Στο μυαλό μου γύριζε μια μπερδεμένη και μακάβρια πλοκή. Μιλούσε για δικτατορίες, διαφθορά, πολιτική, τη Λατινική Αμερική και το ψέμα ως πλατφόρμα εξουσίας.

Εκείνη την περίοδο, η ερώτηση που με συντρόφευε όταν πλάγιαζα κι όταν ξυπνούσα, ήταν πάντα η ίδια: μπορώ;

Ο υποψήφιος, όπως ήταν τελικά ο τίτλος του μυθιστορήματός μου, γεννήθηκε το 2006 και, προς μεγάλη μου έκπληξη, βραβεύτηκε με το “Βραβείο Μυθιστορήματος της Πόλης της Torrevieja” της ίδιας χρονιάς.

Στις συνεντεύξεις, πολλοί με ρώτησαν πώς μου είχε έρθει να γράψω μυθιστόρημα. Η απάντησή μου ήταν ότι είχα ακούσει κι είχα διαβάσει πολλές φορές αυτό που δήλωναν οι αληθινοί μυθιστοριογράφοι σχετικά με τη δημιουργική διαδικασία.

Ακολουθώντας τη συμβουλή τους, έπαψα ν’ αναρωτιέμαι αν μπορούσα, και κάνοντας χρήση του χρόνου που μου απελευθέρωσε η ερώτηση, ακολούθησα κατά γράμμα μια άλλη συμβουλή όπου όλοι έδειχναν να συμφωνούν: να διαβάζεις πολύ, να ονειρεύεσαι πολύ, να σκέφτεσαι πολύ, να διορθώνεις πολύ, να σβήνεις πολύ, να ξεσκαρτάρεις και να πετάς πολλά και…, αμέσως μετά, να ξαναπιάνεις την υπόθεση και να χτίζεις κάτι όμορφο με ό,τι έχει απομείνει.

Πραγματικά, τώρα που το σκέφτομαι, η πνευματική διαδικασία έχει πολλες ομοιότητες με όλα αυτά, και η εξερεύνηση αυτού του επιπέδου σημαίνει να γνωρίζεις (να διαβάζεις και ν’ ακούς), να ξεσκαρτάρεις, ν’ απορρίπτεις, να διορθώνεις, να ξαναπαίρνεις πάντα το δρόμο που έχασες και να μη σου αποσπούν την προσοχή άχρηστες ερωτήσεις.

style="text-align: right;">Χόρχε Μπουκάι - Φύλλα πορείας V