Το όνομα αυτής της πιο ακραίας μορφής βίας σε βάρος γυναικών, είναι ο όρος «γυναικοκτονία», και αποτελεί την πιο σοβαρή μορφή βίας, την κορύφωση αυτής της βίας που ασκείται εναντίον των γυναικών.

Άννα Μπιρμπιλοπούλου

Πολύ συχνά ακούμε ή διαβάζουμε εκφράσεις όπως «Η ζήλεια όπλισε το χέρι του δράση», «Η αγάπη τον τύφλωσε», «Δεν ήξερε τι έκανε, τη ζήλευε παράφορα»  στα μέσα ενημέρωσης, όταν γίνεται αναφορά σε εγκλήματα που διαπράχθηκαν σε βάρος γυναικών.

Γυναίκες που δολοφονήθηκαν από τους συζύγους τους, τους συντρόφους (πρώην ή νυν) ή από κάποιο άλλο μέλος της οικογένειάς τους. Τέτοιες επικεφαλίδες βλέπουμε να χρησιμοποιούνται συχνά σε περιπτώσεις τέτοιων εγκλημάτων, με αποτέλεσμα να παρουσιάζεται η δολοφονία μιας γυναίκας, εξαιτίας του φύλου της, ως η τραγική συνέπεια μιας αθεράπευτης ζήλειας και μιας τοξικής αγάπης.

Η αγάπη όμως δεν μπορεί να σκοτώνει, δεν μπορεί να είναι τοξική και να τερματίζει τη ζωή ενός ανθρώπου. Το μόνο τοξικό, είναι η νοοτροπία ότι κάποιος μπορεί να σε σκοτώσει επειδή είναι άνδρας και εσύ γυναίκα.

Το να είσαι άνδρας ή γυναίκα (με κοινωνικά κριτήρια) από μόνο του δεν λέει τίποτα. Όμως όταν αυτό μεταφράζεται στα πλαίσια της πατριαρχικής αντίληψης και των πατριαρχικών κοινωνικών δομών, καθιστά το να είσαι άνδρας, συνώνυμο του να έχεις το δικαίωμα επιβολής κυριαρχίας, και από την άλλη το να είσαι γυναίκα, το να αποδέχεσαι αυτή την κυριαρχία, να θεωρείσαι ότι «ανήκεις» σε αυτό τον άνδρα, και ότι κοινωνικά είσαι κατώτερη ή υποδεέστερη (Πετράκη 2020: 20-21).

Στην πιο ακραία της μορφή, αυτή η αντίληψη μπορεί να οδηγήσει ακόμα και στην ιδέα ότι ο άνδρας, έχει δικαίωμα πάνω στη ζωή, έχει δικαίωμα να αφαιρέσει τη ζωή μιας γυναίκας, επειδή είναι γυναίκα, επειδή θεωρεί ο ίδιος ότι του ανήκει (Πετράκη 2020:21).

Το όνομα αυτής της πιο ακραίας μορφής βίας σε βάρος γυναικών, είναι ο όρος «γυναικοκτονία», και αποτελεί την πιο σοβαρή μορφή βίας, την κορύφωση αυτής της βίας που ασκείται εναντίον των γυναικών (Πετράκη 2020:21).

Ο όρος «γυναικοκτονία» (femicide) χρησιμοποιείται για πρώτη φορά από τη φεμινίστρια, συγγραφέα, ακτιβίστρια, εγκληματολόγο Dianna E. H. Russell το 1976, στο πρώτο Διεθνές Δικαστήριο για τα Εγκλήματα Εναντίον Γυναικών στις Βρυξέλλες (1st International Tribunal on Crimes Against Women). Στο Δικαστήριο η Russell, δήλωσε ότι «επιλέγω τον όρο femicide για να αναφερθώ στη δολοφονία γυναικών ακριβώς επειδή είναι γυναίκες» (Πετράκη 2020: 19, Αρτινοπούλου 2020:34).

Σύμφωνα με έκθεση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, για το 2013, η βασικότερη αιτία θανάτου γυναικών, ηλικίας 16 έως 44 ετών διεθνώς, αποτελεί η δολοφονία τους από κάποιο οικείο πρόσωπο. Το 2017, σύμφωνα με στοιχεία του Γραφείου των Ηνωμένων Εθνών για τα Ναρκωτικά και το Έγκλημα, από τις 87.000 δολοφονίες γυναικών που διαπράχθηκαν σε παγκόσμιο επίπεδο, το 58% αυτών, διαπράχθηκε από πρώην ή νυν συζύγους, συντρόφους τους ή από πρόσωπο του οικογενειακού τους περιβάλλοντος (Πετράκη 2020:21).

Σύμφωνα με στοιχεία που δίνει το Γραφείο των Ηνωμένων Εθνών για τα Ναρκωτικά και το Έγκλημα (UNODC, 2018), «κάθε μέρα, σε όλο τον κόσμο, δολοφονούνται 137 γυναίκες, κατά μέσο όρο, από –πρώην ή νυν- συζύγους ή συντρόφους ή από κάποιο μέλος της οικογένειάς τους (Πετράκη 2020:21).

Οι πέντε χώρες, σε παγκόσμιο επίπεδο, στις οποίες καταγράφονται τα μεγαλύτερα ποσοστά γυναικοκτονιών σήμερα, είναι η Αργεντινή, το Ελ Σαλβαδόρ, η Ινδία, η Ονδούρα και το Μεξικό, ενώ υψηλά ποσοστά καταγράφονται επίσης στη Γουατεμάλα, την Κολομβία , τη Βραζιλία, τη Ρωσία και τη Νότια Αφρική (Πετράκη 2020:21).

Όπως αναφέρει η Πετράκη στο κείμενό της «Οι γυναικοκτονίες είναι αόρατοι φόνοι» (στο Συλλογικό τόμο «Γυναικοκτονίες: διαπιστώσεις, ερωτήματα και ερωτηματικά» (2020)), η γυναικοκτονία αποτελεί ένα έγκλημα που έχει αγνοηθεί και γύρω του πλανάται μια μυστικοποιήση, με παράδειγμα να αποτελεί ο τρόπος που αντιμετωπίζονται συχνά αυτοί οι φόνοι γυναικών από τα ΜΜΕ, ως «οικογενειακά δράματα» ή «εγκλήματα πάθους», όπως προαναφέραμε (Πετράκη 2020:24).

Και ενώ φεμινίστριες, αλλά και όλο και πιο πολλοί ειδικοί στα ζητήματα που αφορούν τη συζυγική βία, χρησιμοποιούν τον όρο γυναικοκτονία, πολλοί ενοχλούνται από τον όρο αυτό, αντιπαραθέτοντας επιχειρήματα όπως το ότι δεν εντάσσονται οι φόνοι αυτοί στη γενική ομπρέλα των ανθρωποκτονιών ή το γεγονός ότι το να ονομάζονται γυναικοκτονίες είναι σεξιστικό και οδηγεί  διάκριση σε βάρος γυναικών, αφού δεν τις εντάσσει στο πλαίσιο των ανθρωποκτονιών, όπως έγινε στην περίπτωση της δολοφονίας της Ελένης Τοπαλούδη  (Πετράκη 2020:26).

Αντιθέτως, ο όρος γυναικοκτονία, είναι σημαντικό και απαραίτητο να χρησιμοποιείται, όταν αναφερόμαστε στα εγκλήματα σε βάρος γυναικών λόγω του φύλου τους, ακριβώς επειδή αναδεικνύουν το κοινωνικό πρόβλημα που υπάρχει.
Γίνεται έτσι εμφανές πως αυτοί οι φόνοι είναι το αποτέλεσμα της σχέσης κυριαρχίας των ανδρών πάνω στις γυναίκες, σχέση που δεν φαίνεται με τον όρο ανθρωποκτονία (Πετράκη 2020:25). Ο όρος «ξεδιπλώνει» και αποκαλύπτει την ιδιαιτερότητα της πράξης, τις σχέσεις κυριαρχίας ανάμεσα στα φύλα, και τους μηχανισμούς που οδηγούν σε αυτό το έγκλημα (Πετράκη 2020:25).

Από μόνος του ο όρος ανθρωποκτονία, δεν είναι αρκετός για να αναδείξει και να φωτίσει το ζήτημα της έμφυλης βίας. Οι όροι που χρησιμοποιούμε για να μιλήσουμε για ένα φαινόμενο, δεν είναι ουδέτεροι, αλλά αναδεικνύουν τον τρόπο με τον οποίο η κοινωνία θα κατανοήσει το φαινόμενο αυτών των φόνων (στην περίπτωση των δολοφονιών αυτών σε βάρος γυναικών, με όρους εγκληματικότητας είτε με έμφυλους όρους, αναδεικνύοντας το φαινόμενο του μισογυνισμού, Πετράκη 2020:26).
Χρησιμοποιώντας λοιπόν έναν όρο (όπως ο όρος γυναικοκτονία, για να αναφερθούμε στις δολοφονίες γυναικών επειδή είναι γυναίκες), βλέπουμε το φαινόμενο όπως ακριβώς είναι, εντοπίζουμε τις αιτίες και ψάχνουμε τις λύσεις που θα είναι αποτελεσματικές (Πετράκη 2020:26).

Είναι ανάγκη να ονομάσουμε τα εγκλήματα αυτά «γυναικοκτονίες», προκειμένου να συνειδητοποιήσουμε μια πραγματικότητα, να κατανοήσουμε και να συνειδητοποιήσουμε το πρόβλημα (Πετράκη 2020:26-27). Επιπλέον, δίνοντας νομική υπόσταση στον όρο, αναπροσαρμόζεται ο τρόπος που γίνεται η έρευνα, με τα κριτήρια που θα τεθούν να καταδεικνύουν το χαρακτήρα του φόνου, και η ίδια η έννοια θα οδηγήσει σε πιο αυστηρές αποφάσεις (Πετράκη 2020:27).

 
Συνεπώς, είναι ανάγκη να επικρατήσει ο όρος γυναικοκτονία, όταν αναφερόμαστε σε εγκλήματα που έγιναν σε βάρος γυναικών επειδή είναι γυναίκες, προκειμένου να αναδειχθεί ο χαρακτήρας και το έμφυλο πρόσημο του εγκλήματος, να έρθουν στην επιφάνεια οι αιτίες του και να επιλυθεί το πρόβλημα στη ρίζα του: απορρίπτοντας τις κυριαρχικές έμφυλες σχέσεις, χτίζοντας νέες και  επενδύοντας στην πραγματική παιδεία που θα αναδεικνύει το σεβασμό ανάμεσα στους ανθρώπους, ανάμεσα στα φύλα.

 

πηγή: lep.gr