Ανησυχία προκαλεί η δημοσίευση μελέτης, η οποία διενεργήθηκε από την ομάδα του αναπληρωτή καθηγητή Τεκτονικής Γεωλογίας, Γεωπεριβάλλοντος και Φυσικών Καταστροφών και διευθυντή του Εργαστηρίου Ορυκτολογίας – Γεωλογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, κ. Γιάννη Παπανικολάου, σύμφωνα με την οποία υπάρχουν δύο ενεργά σεισμικά ρήγματα πολύ κοντά στον αστικό ιστό της Θεσσαλονίκης.
Πρόκειται για το ρήγμα Ασσήρου – Κριθιάς και τη ζώνη ρήγματος Δρυμού, η οποία σύμφωνα με όσα αναφέρει ο κ. Παπανικολάου στο grtimes, «υπήρχε σε ένα χάρτη της δεκαετίας του ’90 ως ζώνη με πιθανή ενεργή δομή. Συνάδελφοί του υποστήριζαν πως υπήρχαν ενδείξεις για την ύπαρξή του, ωστόσο τα μέχρι τότε δεδομένα δεν επέτρεπαν να καταλήξουν σε συμπέρασμα για το εάν το ρήγμα είναι ενεργό ή όχι. Η πρόσφατη μελέτη όμως αποδεικνύει ότι όντως αυτό το ρήγμα είναι ενεργό»!
O κ. Παπανικολάου αναφέρει επίσης ότι «τα μεγάλα ρήγματα δημιουργούν πολύ μεγαλύτερες επιπτώσεις και τα εντοπίζεις σαφώς πιο εύκολα. Τα συγκεκριμένα, δίνουν σεισμούς πιο αραιά στο χρόνο. Μάλιστα, στη Β. Ελλάδα υπάρχουν αρκετά ρήγματα με χαμηλούς ρυθμούς ολίσθησης, γεγονός που δυσκολεύει τον εντοπισμό τους. Πρέπει να κινηθείς πολύ συγκεκριμένα για να μπορέσεις να τα ανακαλύψεις».
3>Μέγιστα σεισμικά μεγέθη που μπορεί να δώσουν τα ρήγματα: 6,2 έως 6,4 Ρίχτερ
ύμφωνα πάντα με τα όσα μεταφέρει ο διευθυντής του Εργαστηρίου Ορυκτολογίας – Γεωλογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών «τα μέγιστα σεισμικά μεγέθη εκτιμώνται έως 6,2 με 6,4 βαθμούς, με εξαίρεση την πιο ακραία πιθανότητα εμπλοκής και της ζώνης Γερακαρού – Λητής για τον Δρυμό. Τα τελευταία γεγονότα, έχουν χρονολογηθεί πριν από περίπου 4.000 χρόνια γι’ αυτό και δεν έχουν αποτυπωθεί στην ιστορική σεισμικότητα».
Διευκρινίζει επίσης ότι «αν και τα δύο ρήγματα βρίσκονται πολύ κοντά στον πολεοδομικό ιστό της Θεσσαλονίκης (περίπου 20 με 25 χλμ), λόγω της αντίρροπης κλίσης τους προς την πόλη (το ένα κινείται προς τον Βορρά και το δεύτερο Βορειοανατολικά) δεν αναμένεται να προκαλέσουν μεγάλες ζημιές σε πιθανή επαναδραστηριοποίησή τους».
Τέλος, αναφερόμενος στα οφέλη της έρευνας, ο κ. Παπανικολάου σημείωσε ότι «είναι καλό να γνωρίζουμε ότι πρόκειται για δύο σεισμικές πηγές που πλέον ξέρουμε ακριβώς και το πού βρίσκονται και πότε έδρασαν. Είναι καλό που γνωρίζουμε ότι δίνουν αραιά στο χρόνο σεισμό. Χρειάζεται βέβαια μια εγρήγορση, καθώς αυξάνεται η ποσοτικοποίηση των σεισμών που μπορούμε να περιμένουμε στο μέλλον, όμως ταυτόχρονα αποτελεί και χρήσιμο εργαλείο για τυχόν επέκταση των πολεοδομικών στοιχείων. Σ’ αυτά τα σημεία δεν πρέπει να υπάρχει οικιστική και βιομηχανική ζώνη. Στο πλαίσιο αυτό, τέτοιου είδους μελέτες μας βοηθούν αφάνταστα».