*γράφει η Μαρία Σκαμπαρδώνη

νας καθηγητής Πανεπιστημίου ήθελε να δώσει ένα μάθημα στους μαθητές του, ώστε να τους παρακινήσει να δείχνουν σεβασμό σε όλους τους ανθρώπους. Ήθελε να βρει έναν τρόπο ώστε να τους δώσει μία αξέχαστη εμπειρία, η οποία θα τους έκανε να συμπεριφερθούν με αυτό τον τρόπο σε όλη τους τη ζωή.

Σκαρφίστηκε τότε μία έξυπνη λύση: αποφάσισε να βάλει ένα ξαφνικό διαγώνισμα στους μαθητές του τμήματός του με διάφορες ερωτήσεις από την εκπαιδευτική χρονιά.

κτός από την τελευταία ερώτηση: η οποία δεν είχε καμία σχέση με Φιλολογικά μαθήματα, με Αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, με γραμματική και συντακτικό.

Η τελευταία ερώτηση αφορούσε το όνομα της γυναίκας που καθάριζε το Πανεπιστήμιο. Μία γυναίκας της οποίας οι περισσότεροι το όνομα αγνοούσαν ή την οποία προσπερνούσαν αδιάφορα.

Παρατηρούσε τους μαθητές πως φυσούσαν και ξεφυσούσαν, γνώριζε πως οι περισσότερο –ή μάλλον όλοι- δεν το γνώριζαν. Διέκρινε τη δυσαρέσκειά τους αν και η πρόθεσή του εκείνη τη στιγμή ήταν τελείως διαφορετική και δε σχετιζόταν με πανεπιστημιακή κατάρτιση ή στείρες γνώσεις.

Ένας μαθητής σήκωσε το χέρι του και ρώτησε αν έχουν όλες οι ερωτήσεις την ίδια βαρύτητα για τη βαθμολογία.

?υσικά παιδιά μου, απάντησε εκείνος, όλες οι ερωτήσεις έχουν την ίδια αξία και από όλες κρίνεται ο υψηλός βαθμός.

Όταν τελείωσε η ώρα του μαθήματος και ο τελευταίος φοιτητής παράδωσε την κόλλα, ο καθηγητής τους κράτησε όλους και τους είπε τα εξής λόγια:

-Παιδιά μου, γνωρίζω πως με το ξαφνικό διαγώνισμα σας αιφνιδίασα. Θεωρώ πως η απορία όλων σας αφορά την τελευταία ερώτηση στην οποία ζητάω να γράψετε το όνομα της γυναίκας που καθαρίζει το Πανεπιστήμιο. Και αυτό παιδιά μου το έπραξα, διότι ήθελα να σας δώσω ένα μάθημα από τα πλέον σημαντικότερα της ζωής σας. Να σας δείξω πως πρέπει να αντιμετωπίζετε όλους τους ανθρώπους με σεβασμό, να τους αποδίδετε τιμή ανεξαρτήτως της κοινωνικής τους θέσης, από την πιο ταπεινή καθαρίστρια μέχρι τον πιο πετυχημένο δικηγόρο. Όλοι οι άνθρωποι σε αυτό τον κόσμο είναι σημαντικοί..