Όταν αντικαθιστούμε μια χυδαία ή επώδυνη λέξη ή έκφραση με μια πιο ευγενική και κόσμια, λέμε πως έχουμε ευφημισμό.

Λέμε, για παράδειγμα, «οπίσθια» αντί για «κώλος», «έφυγε από κοντά μας» ή “κοιμήθηκε”, αντί «πέθανε» (εδώ είναι απλώς επώδυνη η λέξη, όχι χυδαία).

Ιδιαίτερα μάλιστα για τη γενετήσια πράξη έχουμε άφθονους ευφημισμούς: "το κάναμε", "κοιμηθήκαμε μαζί", "κάναμε έρωτα" κ.τ.λ. 

Το αντίθετο του ευφημισμού είναι ο δυσφημισμός.
Σ’ αυτή την περίπτωση χρησιμοποιούμε απορριπτικές ή προσβλητικές λέξεις ή φράσεις, όπως “κώλος”, “κωλάρα”, “πάτος” κ.λπ., αντί για “οπίσθια”, “πηδηχτήκαμε’, “ξεσκιστήκαμε” κ.λπ., αντί για “κάναμε sex” ή “ήρθαμε σε συνουσία/επαφή” και πολλά άλλα.

Στη μέση αυτών των δύο (του ευφημισμού και του δυσφημισμού δηλαδή) βρίσκεται ο ορθοφημισμός.

Πρόκειται δηλαδή για ευθείες ή ουδέτερες λέξεις ή εκφράσεις, που δεν είναι αναφανδόν ευγενικές όπως οι ευφημιστικές, αλλά ούτε ωμές ή προσβλητικές.

Συνήθως πρόκειται για όρους της ανατομίας ή της ιατρικής.

Στο παραπάνω παράδειγμα, ο ορθοφημισμός που αντιστοιχεί στο δίπολο «οπίσθια-κώλος» αναφέρεται ως «έδρα». Αντί για το «πάω στην τουαλέτα» (ευφημισμός) ή «χέζω» (κακοφημισμός), μπορεί κάποιος να πει «αφοδεύω».

Το πιο εντυπωσιακό όμως είναι υβριδικές μορφές.

Έχουμε, για παράδειγμα, τους ευφημιστικούς δυσφημισμούς, δηλαδή όταν μασκαρεύουμε έναν δυσφημισμό και τον ωραιοποιούμε, λ.χ. “μακάκας”, “θα σε μαμήσω”, το “νινί” σέρνει καράβι κ.ά.

Αλλά και αντιστρόφως, έχουμε δυσφημιστικούς ευφημισμούς όταν για παράδειγμα περιγράφουμε μια σοβαρή κατάσταση με ελαφρότητα ή αγένεια.

Δηλαδή αντί να πούμε “πέθανε” ή “αποβίωσε”, λέμε “τα τίναξε”, “τα κακάρωσε”, “ξεκαλούπωσε”, “τίναξε τα πέταλα”, “βλέπει τα ραδίκια ανάποδα” και ένα σωρό άλλα εμπνευσμένα ευτράπελα.

'Αντε... μορφωθήκαμε πάλι σήμερα.