Του Παναγιώτη Γκλαβίνη*

Η έκθεση για την ανάπτυξη της οικονομίας, που καταρτίζεται από την ομάδα επιστημόνων υπό τον νομπελίστα καθηγητή Χριστόφορο Πισσαρίδη, είναι σημαντική για πολλούς λόγους:

Σε τεχνικό επίπεδο, συμπληρώνει την έκθεση που εκπονεί η Επιτροπή για τη χώρα στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου και μελετά τον βέλτιστο τρόπο αξιοποίησης των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης. Σύντομα η Ελληνική Κυβέρνηση θα πρέπει να καταθέσει ένα σχέδιο στην Ε.Ε. για τον τρόπο με τον οποίο θα επενδύσει τα κονδύλια του Ταμείου αυτού. Η τελική απόφαση θα είναι, βέβαια, δική της, για να την λάβει, όμως, ζήτησε την άποψη των ειδικών. Δεν συμβαίνει πάντα.

Σε πολιτικό επίπεδο, η δομή της Έκθεσης αποκαλύπτει τη διπλή εντολή που φαίνεται πως έλαβε η ομάδα Πισσαρίδη, η οποία ασχολείται αφενός με τους τομείς εκείνους, στους οποίους υφίστανται αναπτυξιακά εμπόδια (στη διοίκηση, τη δικαιοσύνη, τον ανταγωνισμό, τις χρηματοδοτήσεις, την εργασία, την εκπαίδευση, τη φορολογία, το ασφαλιστικό, την υγεία, την καινοτομία και την ενέργεια), αφετέρου με αυτούς στους οποίους θα πρέπει κατά κύριο λόγο να επενδύσουμε ως χώρα τα επόμενα χρόνια.

Μέχρι τώρα, το πρώτο σκέλος της Έκθεσης, συνηθίζαμε να το συναντούμε στα Μνημόνια και τις εκθέσεις της Επιτροπής. Τώρα, το σκέλος αυτό συντάσσεται από Έλληνες και θα κληθεί να υιοθετηθεί από την Κυβέρνηση χωρίς έξωθεν επιβολή. Για πρώτη φορά καλείται αρμοδίως ένα σώμα ειδικών, να προτείνει με τόση διαφάνεια σε ποιες μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να προβούμε και σε ποιους τομείς να επενδύσουμε. Ποτέ δεν είχαμε μέχρι τώρα ένα δεύτερο πρόγραμμα γνήσια αναπτυξιακό, που να συνοδεύει και να συμπληρώνει το εκάστοτε πρόγραμμα μέτρων που συνομολογούσαμε στο πλαίσιο των Μνημονίων.

ια να μην αδικούμε, όμως, τον Αντώνη Σαμαρά και τον Βαγγέλη Βενιζέλο, θα πρέπει ν’ αναφερθούμε στο σχέδιο "Ελλάδα 2021" του πρώτου και στη συστηματική προσπάθεια για την κατάρτιση ενός ολοκληρωμένου σχεδίου εθνικής ανασυγκρότησης στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας "Η Ελλάδα μετά" του δεύτερου. Ο Α. Σαμαράς δεν πρόλαβε να θέσει το σχέδιό του σε εφαρμογή, ενώ ο Β. Βενιζέλος κινείται πλέον στην κοινωνία των πολιτών. Μια κοινωνία που ήδη καλείται από την Κυβέρνηση να αντιδράσει στην ενδιάμεση Έκθεση Πισσαρίδη, που δημοσιεύτηκε τις προηγούμενες μέρες.

Σ’ αυτό το πλαίσιο επιθυμούμε κι εμείς να συνεισφέρουμε στο δημόσιο διάλογο, υπογραμμίζοντας τις προκλήσεις με τις οποίες έρχεται αντιμέτωπο το εγχείρημα αυτό.

Οι ιδεολογικές προκλήσεις

ιάβασα με μεγάλο ενδιαφέρον το κομμάτι εκείνο της Έκθεσης που αποτυπώνει το "όραμα" των συντακτών της. Στο σημείο αυτό, θα προτιμούσα να διαβάσω την ιδεολογία που κρύβεται πίσω από το σχέδιο. Όταν ο κόσμος ήταν χωρισμένος σε Ανατολή και Δύση, τα οράματα των δυο στρατοπέδων δεν διέφεραν πραγματικά, σε αντίθεση με την ιδεολογία τους. Θα ήταν χρήσιμο να ξέρουμε ποιά ιδεολογία κρύβουν πίσω τους τα μέτρα που προτείνονται ή θα προταθούν. Εκτός των άλλων και γιατί, στα δέκα χρόνια της κρίσης, ενώ πήραμε μέτρα και ασκήσαμε πολιτικές, δεν καταφέραμε να διαμορφώσουμε μια ιδεολογία εξόδου της χώρας από την κρίση και να την καταστήσουμε κυρίαρχη. Κι αυτός είν’ ο λόγος που ο φιλελεύθερος χώρος ηττήθηκε από ένα λαϊκίστικο αριστεροδέξιο συνονθύλευμα, το οποίο ανήγαγε το αντιμνημόνιο σε κοινό ιδεολόγημά του και κατάφερε μ’ αυτό να επικρατήσει σε τέσσερις συνεχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις. Διότι, το 2014 είχαμε νικήσει την κρίση. Ηττηθήκαμε, όμως, στις ιδέες, επειδή ακριβώς δεν είχαμε καταφέρει να καταστήσουμε κυρίαρχη μια ιδεολογία εξόδου της χώρας από την κρίση, παρά το γεγονός ότι πήραμε μέτρα και ασκήσαμε πολιτικές που αποδεδειγμένα φέρανε αποτέλεσμα.

Θα ήταν ενδιαφέρον να μάθουμε ποια είναι η ιδεολογία των συντακτών της Έκθεσης όσον αφορά μια σειρά κρίσιμων ζητημάτων όπως:

α) Ποιος είν’ ο ρόλος του κράτους στην ανάπτυξη; Να ξαναγίνει ο αποτυχημένος επιχειρηματίας που γνωρίσαμε στο παρελθόν ή να περιοριστεί στο ρόλο του ρυθμιστή της οικονομικής δραστηριότητας; Σημειωτέον ότι, αν δεν υπήρχαν κονδύλια για να αντληθούν, η έκθεση ενός φιλελεύθερου οικονομολόγου θα σταματούσε στο σημείο όπου βρίσκεται σήμερα η Έκθεση Πισσαρίδη. Θα εντόπιζε, δηλαδή, τα αναπτυξιακά εμπόδια, θα καλούσε το κράτος να τα άρει και στη συνέχεια τον ιδιωτικό τομέα να επενδύσει. Ρόλος του κράτους δεν είναι να πει του επενδυτή πού θα τοποθετήσει τα λεφτά του. Σε μια ελεύθερη και ανοικτή οικονομία, ρόλος του κράτους είναι να διαμορφώσει, μέσω ενός κατάλληλου μίγματος δράσης και ρύθμισης, τις συνθήκες εκείνες, που θα επιτρέψουν στον επενδυτή να επενδύσει. Σήμερα που "υπάρχουν και λεφτά", καλείται να σχεδιάσει κι έναν αναπτυξιακό νόμο, παρέχοντας και οικονομικά κίνητρα στους επενδυτές, πλάι στα φορολογικά και τα διοικητικά που παρείχε μέχρι τώρα. Θα σταματήσει εκεί ή θα γίνει και επιχειρηματίας;

β) Ποιος είναι ο ρόλος του δημόσιου τομέα σε σχέση με αυτόν του κράτους; Στην Ελλάδα, συγχέουμε τον πρώτο με το δεύτερο, ενώ οι έννοιες δεν ταυτίζονται. Κράτος σημαίνει κανόνες και θεσμοί, ενώ δημόσιος τομέας, προσωπικό και περιουσιακά στοιχεία. Θα καταστήσουμε, άραγε, τον δημόσιο τομέα όχημα αντιμετώπισης της κρίσης και συνάμα απορρόφησης των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης; Θα τον διευρύνουμε, θα τον διατηρήσουμε ως έχει ή θα τον μειώσουμε προκειμένου να ελαφρύνουμε και το βάρος που σηκώνει ο ιδιωτικός τομέας, από την ενεργοποίηση του οποίου και μόνο μπορούμε να προσβλέπουμε σε μια βιώσιμη ανάπτυξη; Δείτε τί κάνανε οι προηγούμενοι τα χρόνια που κυβέρνησαν: φόρτωσαν στο δημόσιο 100.000 προσωπικό, σ’ ένα κράτος πτωχευμένο, όπου τα φυσικά πρόσωπα μεταναστεύουν και τα νομικά, όταν δεν κλείνουν, μεταφέρουν την έδρα τους στο εξωτερικό.

γ) Ποια γενιά πιστεύουμε πως θα πρέπει να πληρώσει την κρίση; Αυτή που την προκάλεσε ή αυτή που την υφίσταται; Διότι, μέχρι τώρα, καμιά κυβέρνηση που διαχειρίστηκε την κρίση, δεν πήρε ιδεολογικά το μέρος της γενιάς που την υφίσταται, με αποτέλεσμα ίσαμε 500 000 νέοι να φύγουν από μια χώρα, στην οποία οι εναπομείναντες υπάλληλοι του δημοσίου, κρατικοδίαιτοι ιδιώτες και συνταξιούχοι συνιστούν πλέον την πλειοψηφία που ανεβοκατεβάζει κυβερνήσεις. Η χώρα αυτή στερήθηκε του μέλλοντός της χάριν του παρελθόντος της. Θα συνεχίσει να το κάνει; Διότι, σήμερα, οι άριστοι όλων των καλών σχολών, μόλις τελειώνουν, φεύγουν. Ποια τύχη μπορεί να έχει ένα έθνος που χάνει τους αρίστους και μένει με τους μέτριους; Αυτή τη στιγμή, δεν υπάρχει ούτε ένα μέσο ενημέρωσης στην Ελλάδα, που να μη μιλάει για το πώς οι συνταξιούχοι θα πάρουν τα αναδρομικά τους. Την ίδια στιγμή, οι νέοι συνεχίζουν να φεύγουν, οι εταιρίες συνεχίζουν να μεταφέρουν την έδρα τους στο εξωτερικό και η ζωή συνεχίζεται μέχρι τελικής πτώσεως. Διότι, το ζητούμενο σήμερα δεν είναι η ανάκαμψη της χώρας. Είναι η αποτροπή της κατάρρευσής της. Αυτό είναι το πραγματικό terms of reference της ομάδας Πισσαρίδη.

Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε την αναζήτηση της ιδεολογικής ταυτότητας της Έκθεσης, πλην όμως, στη συνέχεια θα εστιάσουμε σε πιο απτές προκλήσεις, με τις οποίες αυτή έρχεται αντιμέτωπη.

Η πρόκληση των πρωτογενών πλεονασμάτων

ανένα πόρισμα που προτείνει μέτρα και πολιτικές για το μέλλον δεν θα ήταν κατάλληλο αν δεν έκανε προηγουμένως σωστή ανάλυση της υφιστάμενης κατάστασης. Το 2014, αναφέρει η Έκθεση, η ελληνική οικονομία είχε επανέλθει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, οι οποίοι αντιστράφηκαν και πάλι το 2015, ενώ η Ευρωπαϊκή οικονομία κατέγραφε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Κατά την τελευταία διετία και με τη λήξη του τρίτου προγράμματος, η ελληνική οικονομία κινήθηκε σταδιακά και πάλι προς ισχυρότερη μεγέθυνση, υψηλότερη από αυτή πολλών άλλων οικονομιών της Ευρωζώνης. Πλην όμως, "η πανδημία COVID-19 ανέτρεψε βίαια αυτή τη δυναμική, οδηγώντας την σε ύφεση όπως και το σύνολο της παγκόσμιας οικονομίας".

Η ανάλυση αυτή δεν είναι ακριβής ως προς την κατάληξή της. Πρώτον, διότι καμιά δυναμική δεν είχε μια ανάκαμψη που με δυσκολία άγγιζε το 2% μετά από πολλά χρόνια ύφεσης. Δεύτερον, διότι η οικονομία είχε ήδη "καθίσει" και πριν την πανδημία, όταν το Q4 του 2019 κατέγραψε μεγέθυνση μόλις 1% υπό το βάρος των θηριωδών πλεονασμάτων που μας έφερε το αχρείαστο τρίτο μνημόνιο. Τα πλεονάσματα αυτά, ήταν βέβαιο πως κάποια στιγμή θα αποκάλυπταν την βλαβερή επιρροή τους στην αναπτυξιακή δυναμική της χώρας. Ε, λοιπόν, αυτό έγινε τον Δεκέμβρη του 2019. Κάποτε θα γινόταν, έγινε τότε.

Τι μας διδάσκει η εξέλιξη αυτή; Πρώτον, ότι αδυνατούμε να πετύχουμε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης με υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα. Εμπειρικά έχει αποδειχθεί για τη δική μας τουλάχιστον οικονομία, ότι αυτά τα δυο είναι ασύμβατα. Δεύτερον, ότι η επιστροφή ενός τμήματος του πλεονάσματος στην κοινωνία με τη μορφή επιδομάτων δεν αποκαθιστά την χαμένη δυναμική της ανάπτυξης που έχει στο μεταξύ επιφέρει η εξοντωτική φορολόγηση. Ούτε μειώνει τελικά τις εισοδηματικές ανισότητες μακροπρόθεσμα. Ούτε και σε ξαναβγάζει κυβέρνηση στο κάτω-κάτω της γραφής… Επομένως, γιατί επιμένουμε σε μια τέτοια πολιτική στο όνομα της κοινωνικής δικαιοσύνης; Τι πιο δίκαιο υπάρχει κοινωνικά απ’ το να δώσεις στον άνεργο δουλειά; Είναι κι αυτό μια ακόμη ιδεολογική πρόκληση, με την οποία έρχεται αντιμέτωπη η Έκθεση Πισσαρίδη.

Ποια είναι, όμως, η θέση της Έκθεσης για τα πλεονάσματα; Και για να διατυπώσω την ερώτηση με οικονομολογικούς όρους, ποια είναι η παραδοχή της Έκθεσης όσον αφορά τα πλεονάσματα που θα πρέπει να πετύχουμε τα επόμενα χρόνια, όταν παύσει να μας δίδεται άφεση ελλειμμάτων;

Συζητώντας για τη βιωσιμότητα του χρέους μας, η Έκθεση αρκείται να επισημάνει ότι "απαιτεί υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης, οι οποίοι και θα διευκολύνουν την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων, εάν χρειαστεί". Τι θα συμβεί, λοιπόν, αν χρειαστεί; Πώς θα συμβαδίσει η ισχυρή ανάπτυξη με τα υψηλά πλεονάσματα μετά το σοκ της πανδημίας, όταν δεν κατάφερε να το κάνει πριν το σοκ;

Σε άλλο σημείο, η Έκθεση ομολογεί ότι η δυνατότητα μείωσης των συνολικών φορολογικών βαρών θα εξαρτηθεί "αφενός από την πορεία των δημόσιων δαπανών και αφετέρου από τους στόχους για πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα ενόψει της εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους, όπως αυτοί θα συμφωνηθούν με τους πιστωτές, και στο πλαίσιο των κανόνων που θα ορισθούν για τα επόμενα χρόνια με τους εταίρους και πιστωτές".

Δεν μπορεί, λοιπόν, να αποφύγει να πάρει θέση η Έκθεση αναφορικά με το πόσα πλεονάσματα μπορεί να σηκώσει η ελληνική οικονομία αν είναι ν’ αναπτυχθεί με βιώσιμα υψηλούς ρυθμούς τα επόμενα χρόνια ακολουθώντας το σχέδιό της.

Η μητέρα των προκλήσεων

πως δεν μπορεί ν’ αποφύγει να μας αποκαλύψει και ποιος αναπτυξιακός στόχος θα είναι κατά την άποψή της επιτεύξιμος αν υλοποιηθεί το σχέδιό της. Στο σημείο αυτό, η Έκθεση έρχεται αντιμέτωπη με την μητέρα των προκλήσεων: με ποιο τρόπο θα ξεκολλήσει την πραγματική ανάπτυξη της οικονομίας τα επόμενα χρόνια, από το 1% που έχει κατά μέσο όρο καταγράψει ετησίως τα τελευταία 40 χρόνια! Για να καταστεί και το χρέος μας βιώσιμο. Διότι, όσοι αντιτίθενται στην άποψη περί βιωσιμότητας του χρέους μας μακροπρόθεσμα, προβάλλουν ότι η πραγματική ανάπτυξη στην Ελλάδα τις δυο επόμενες δεκαετίες δεν θα υπερβεί το 1% κατά μέσο όρο. Και μέχρι στιγμής, δικαιώνονται. Μπορεί να τους διαψεύσει το σχέδιο Πισσαρίδη; The odds are there to beat, που έλεγε κι ο Leonard Cohen.

Όποιοι κι αν είναι οι ρυθμοί ανάπτυξης που πρέπει να επιτευχθούν τα επόμενα χρόνια, η Έκθεση γνωρίζει πως κανένα σχέδιο που θα καταρτιστεί για να τους πετύχει δεν θα υλοποιηθεί, αν δεν προσελκύσει πολλαπλάσιες ιδιωτικές επενδύσεις σε σχέση με τα διαθέσιμα δημόσια κονδύλια. Κι εδώ τα πράγματα ξεκινούν από ακόμη χειρότερη αφετηρία, όπως μαρτυρά και η ίδια η Έκθεση:

Με ποιο θεσμικό πλαίσιο, όμως, θα προσελκύσουμε τις απαιτούμενες επενδύσεις, που εξ ορισμού θα πρέπει να είναι ως επί το πλείστον ξένες (διαφορετικά δεν βγαίνει); Το κεφάλαιο αυτό λείπει από τα αναπτυξιακά εμπόδια, τα οποία μελετά η Έκθεση. Άραγε, το υφιστάμενο πλαίσιο περί στρατηγικών επενδύσεων, είναι κατά τη γνώμη της κατάλληλο για να υλοποιηθεί το σχέδιό της; Τι απέφερε στην υπερδεκαετή ιστορία του από το 2009 που πρωτοεισήχθη μέχρι σήμερα; Ο δρόμος για τους ξένους επενδυτές είναι σπαρμένος με ροδοπέταλα στη χώρα; Τίποτα δεν στέκεται εμπόδιο στο δρόμο τους;

Σήμερα η Ελλάδα δεν είναι δυνητικός προορισμός της διεθνούς επενδυτικής κοινότητας για την υλοποίηση άμεσων επενδύσεων. Ήτανε κάποτε. Σήμερα δεν είναι, και αυτό πρέπει να ξαναγίνει. Ξέρετε, οποιοδήποτε σχέδιο ανάπτυξης της χώρας θα πετύχει, ό,τι και να προτείνει, όποιος και να το καταρτίσει, ακόμη και πάνω σ’ ένα πακέτο τσιγάρα να το γράψει, στην κασετίνα που καπνίζανε τα μαστόρια παλιά όταν η χώρα βρισκόταν ακόμη σε ανάπτυξη γιατί είχε χώρο να γράψεις από πίσω, αν καταφέρει να κάνει την Ελλάδα ένα πράγμα ξανά: "a place to do business".

* Ο κ. Γκλαβίνης είναι Καθηγητής Διεθνούς Οικονομικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ.