Η φράση ίσως προέρχεται από το αρχαίο «μα τας κράμβας», αφού λάχανο είναι η κοινή ονομασία του φυτού Κράμβη, η λαχανώδης, που είναι φυτό διετές, ποώδες και ανήκει στην οικογένεια των Κραμβοειδών – στην Κύπρο μάλιστα το λάχανο λέγεται ακόμα κρα- μπί = κράμβη.
Το «μα τας κράμβας» λοιπόν ήταν όρκος άνευ σοβαρότητας, επειδή η εκφορά του ήταν κωμικός ευφημισμός όρκου (κάτι σαν το "να φάω τα κόκκαλά μου" δηλαδή) για να αποφύγει κάποιος την αναφορά στα θεία ή σε άλλα ιερά ονόματα.
Αξιοσημείωτο όμως είναι πως στα αρχαία ελληνικά, λάχανα (συνήθως στον πληθυντικό) ονομάζονταν όλα τα εδώδιμα και καλλιεργούμενα κηπευτικά, και όχι απλώς αυτό που λέμε σήμερα λάχανο. Η λέξη παράγεται από το αρχαίο ρήμα «λαχαίνω, και _προσέξτε το αυτό_ ήταν τελείως διαφορετικό από το σημερινό ρήμα «λαχαίνω» (π.χ. μου έλαχε ο κλήρος) απ’ όπου προέρχεται και η λέξη λαχείο. Το σημερινό ρήμα «λαχαίνω» είναι μετεξέλιξη του αρχαίου «λαγχάνω», ενώ το αρχαίο «λαχαίνω» σήμαινε «σκάβω». Λάχανα λοιπόν ήταν τα φυτά που σκάβεις για να τα καλλιεργήσεις, τα κηπευτικά δηλαδή.
Τη φράση «σιγά τα λάχανα» (εναλλακτικά και «σπουδαία τα λάχανα») τη χρησιμοποιούμε σήμερα ειρωνικά, όταν θέλουμε να δηλώσουμε τη δυσανάλογη αξία που προσδίδεται σε κάτι, σε σχέση με την πραγματική του. Χρησιμοποιείται δηλαδή απαξιωτικά.
Όμως, παρότι η φράση «σιγά τα λάχανα» χρησιμοποιείται απαξιωτικά, το λαχανάκι ως τροφή δεν το απαξιώνουμε καθόλου, αφού χαίρει γενικής εκτιμήσεως και προτιμήσεως παγκοσμίως και χρησιμοποιείται τόσο σε σαλάτες, λαχανοντολμάδες, λαχανόρυζα κ.ά. όσο και σε διάφορες γκουρμεδιές και κυριλίκια (βλ. τον πάταγο που έκαναν τα λαχανάκια Βρυξελλών κι ας είναι μια σταλίτστα).
‘Αντε… μορφωθήκαμε και σήμερα
Η λέξη προέρχεται από το θρυλικό τελευταίο βασιλιά του Πόντου, Μιθριδάτη τον Στ’ Ευπάτορα Διονύσιο (132-63 π.Χ.), που, επειδή φοβόταν μήπως τον δηλητηριάσουν, δηλητηρίαζε περιοδικά ο ίδιος τον εαυτό του με μικρές μη θανατηφόρες δόσεις δηλητηρίου.
Προσπαθώ να βρω ένα τρόπο να τον περιγράψω και είναι αδύνατο.
Παλιά, όταν ακόμα οι γυναίκες δεν είχαν αποκτήσει τα δικαιώματα που έχουν σήμερα, και για λόγους τιμής δεν τις άφηναν να κυκλοφορούν μόνες τους, όταν κάποιος _συνήθως αδελφός ή πατέρας_ από την οικογένεια υποψιαζόταν πως κάτι “πονηρό” συνέβαινε, τις κλείδωναν στο σπίτι.
Όταν αντικαθιστούμε μια χυδαία ή επώδυνη λέξη ή έκφραση με μια πιο ευγενική και κόσμια, λέμε πως έχουμε ευφημισμό.
Γεια σου, βρε μάγκα, νταλκαδιάρη και καραμπουζουκλή!
Mια παροιμία όχι και τόσο εύληπτη όσο δείχνει.
Το ρόδι, ροϊά, ρόα, ρόιδι ή ρούδι, ανάλογα με τις κατά τόπους διαλέκτους και παραλλαγές προφοράς του, ανήκει στους ποικιλοτρόπως ωφέλιμους καρπούς.
Tα σκατά ως γνωστόν είναι ασταθές φορτίο, αλλά, όσο ευμεγέθης κι αν μια δόση κοπράνων, δεν είναι δυνατόν να ανατρέψει μια βάρκα ούτε λόγω υπέρβαρου ούτε λόγω μεταφοράς φορτίου.
Καταρχάς, πρέπει να προσέξετε πως το ψηλό γράφεται με “η” και όχι με “ι”, όπως τις περισσότερες φορές συναντάται.
Στις μέρες μας η λέξη gay χρησιμοποιείται για τον ορισμό του ομοφυλόφιλου άνδρα ή της ομοφυλόφιλης γυναίκας.
Μια διδακτική ιστορία που θα αλλάξει τον τρόπο που σκέφτεσαι και ενεργείς
Με την οικογένειά σου δεν έχεις και τις καλύτερες σχέσεις.
Το σκεπάρνι έχει πολλές χρήσεις. Το χρησιμοποιούν οι μαραγκοί, οι ξυλοκόποι, οι οικοδόμοι, αλλά και όσοι κάνουν διάφορες τεχνικές ή κηπευτικές εργασίες.