Έχει υποστηριχθεί πως η φράση προέρχεται απλώς από τις < (κουταμ)άρες, (κουτα)μάρες.
Επαναλαμβάνεις δυο τρεις φορές δηλαδή τη λέξη "κουταμάρες" και αρχίζεις τις συντμήσεις για οικονομία χρόνου.
Ετυμολογικά όμως θεωρείται πως η φράση προέρχεται από το: άρες μάρες < άρα/αρά + μάρα (= μαρασμός).
Υπάρχουν βέβαια κι αυτοί που ισχυρίζονται ότι προέρχεται από τις κατάρες. Στον ενικό, η λέξη είναι Κατάρα (Κατ-άρα), και με την πάροδο των χρόνων, για να γίνει πιθανώς πιο εύηχη ή για λόγους εξευμενισμού και μόνο, προστέθηκε και το «Μ».
Δηλαδή: Κατ-άρα-μάρα, και στη νεότερη ελληνική έγινε -αρα-μάρα, άρες μάρες, έβαλε κάποιος και την ομοιοκατάληκτη λέξη κουκουνάρες για να γίνει ως πρόταση πιο ποιητική και δημιουργήθηκε αυτή η καινούρια φράση!
Στις μέρες τη λέμε όταν θέλουμε να δηλώσουμε πως αυτό που ακούμε δεν βγάζει νόημα και την απευθύνουμε σε όποιον λέει αρλούμπες και ασυναρτησίες.
Τώρα, δικαίως θα μου πείτε, "τι σχέση έχουν οι κουκουνάρες με τις αρλούμπες;"
Για σκεφτείτε όμως πώς σκάνε τα κουκουνάρια όταν παίρνουν φωτιά. Πώς εκσφενδονίζονται σε απόσταση και με πόση ευκολία μεταδίδουν τη φλόγα!
Μήπως κάπως έτσι διαδίδεται και γίνεται πιστευτή και η αρλούμπα;
Μήπως... λέμε εμείς τώρα... Μήπως;
Vps
Η λέξη προέρχεται από το θρυλικό τελευταίο βασιλιά του Πόντου, Μιθριδάτη τον Στ’ Ευπάτορα Διονύσιο (132-63 π.Χ.), που, επειδή φοβόταν μήπως τον δηλητηριάσουν, δηλητηρίαζε περιοδικά ο ίδιος τον εαυτό του με μικρές μη θανατηφόρες δόσεις δηλητηρίου.
Προσπαθώ να βρω ένα τρόπο να τον περιγράψω και είναι αδύνατο.
Παλιά, όταν ακόμα οι γυναίκες δεν είχαν αποκτήσει τα δικαιώματα που έχουν σήμερα, και για λόγους τιμής δεν τις άφηναν να κυκλοφορούν μόνες τους, όταν κάποιος _συνήθως αδελφός ή πατέρας_ από την οικογένεια υποψιαζόταν πως κάτι “πονηρό” συνέβαινε, τις κλείδωναν στο σπίτι.
Όταν αντικαθιστούμε μια χυδαία ή επώδυνη λέξη ή έκφραση με μια πιο ευγενική και κόσμια, λέμε πως έχουμε ευφημισμό.
Γεια σου, βρε μάγκα, νταλκαδιάρη και καραμπουζουκλή!
Mια παροιμία όχι και τόσο εύληπτη όσο δείχνει.
Το ρόδι, ροϊά, ρόα, ρόιδι ή ρούδι, ανάλογα με τις κατά τόπους διαλέκτους και παραλλαγές προφοράς του, ανήκει στους ποικιλοτρόπως ωφέλιμους καρπούς.
Tα σκατά ως γνωστόν είναι ασταθές φορτίο, αλλά, όσο ευμεγέθης κι αν μια δόση κοπράνων, δεν είναι δυνατόν να ανατρέψει μια βάρκα ούτε λόγω υπέρβαρου ούτε λόγω μεταφοράς φορτίου.
Καταρχάς, πρέπει να προσέξετε πως το ψηλό γράφεται με “η” και όχι με “ι”, όπως τις περισσότερες φορές συναντάται.
Στις μέρες μας η λέξη gay χρησιμοποιείται για τον ορισμό του ομοφυλόφιλου άνδρα ή της ομοφυλόφιλης γυναίκας.
Μια διδακτική ιστορία που θα αλλάξει τον τρόπο που σκέφτεσαι και ενεργείς
Με την οικογένειά σου δεν έχεις και τις καλύτερες σχέσεις.
Το σκεπάρνι έχει πολλές χρήσεις. Το χρησιμοποιούν οι μαραγκοί, οι ξυλοκόποι, οι οικοδόμοι, αλλά και όσοι κάνουν διάφορες τεχνικές ή κηπευτικές εργασίες.