Η φράση προέρχεται από τη βυζαντινή εποχή, και αναφέρεται σ’ αυτόν που κρατούσε τα “κλειδιά του παλατιού”, τον κλειδοκράτορα δηλαδή, που είχε τον τιμητικό τίτλο Παπίας.
Οι Παπίες ήταν ευνούχοι (υποθέτω πως ξέρετε τι σημαίνει αυτό), και ήταν υπεύθυνοι για την ασφάλεια και τη συντήρηση των κτιρίων των αυτοκρατορικών ανακτόρων στην Κωνσταντινούπολη, καθώς για το προσωπικό του παλατιού.
Ο Παπίας γενικώς, αν εξαιρέσεις τον ευνουχισμό, είχε πολλά δικαιώματα, μπορούσε ακόμα και να παρακάθεται στο ίδιο τραπέζι με τον αυτοκράτορα, να κουβεντιάζει μαζί του και να διασκεδάζει στα συμπόσιά του.
Ο τιμητικός τίτλος δε του «Μέγα Παπία» δημιουργήθηκε κατά την περίοδο των Παλαιολόγων και δινόταν μόνο σε ανώτερους αριστοκράτες.
‘Οταν λοιπόν έγινε αυτοκράτορας ο Βασίλειος Β’, Παπίας του παλατιού έγινε ο Ιωάννης Χανδρινός, άνθρωπος με σκληρά αισθήματα, ύπουλος και ψεύτης.
Από τη στιγμή μάλιστα που ανέλαβε καθήκοντα, άρχισε να διαβάλει τους πάντες. Όταν κάποιος τού παραπονιόταν πως τον αδίκησε έλεγε υποκριτικά «Είσαι ο καλύτερός μου φίλος. Πώς μπορούσα να πω εναντίον σου στον αυτοκράτορα;» Η διπροσωπία του αυτή έμεινε στην ιστορία.
Γι’ αυτό, από τότε, όταν κανείς πιανόταν να λεει κανένα ψέμα στη συντροφιά του ή να προσποιείται τον ανήξερο, οι φίλοι του έλεγαν ειρωνικά «Ποιείς τον Παπία;»
Η φράση έμεινε ως τις μέρες μας και κυρίως σημαίνει “προσποιείσαι τον ανήξερο”.
Τη φράση τη χρησιμοποιούμε επίσης για να χαρακτηρίσουμε κάποιον που γνωρίζει, αλλά δεν αποκαλύπτει, καθώς επίσης και για κάποιον που είναι ένοχος, αλλά προσποιείται τον αθώο.
΄Εχει δε την ίδια σημασία με τη νεότερη φράση "Κάνω τον Κινέζο".
Η λέξη προέρχεται από το θρυλικό τελευταίο βασιλιά του Πόντου, Μιθριδάτη τον Στ’ Ευπάτορα Διονύσιο (132-63 π.Χ.), που, επειδή φοβόταν μήπως τον δηλητηριάσουν, δηλητηρίαζε περιοδικά ο ίδιος τον εαυτό του με μικρές μη θανατηφόρες δόσεις δηλητηρίου.
Προσπαθώ να βρω ένα τρόπο να τον περιγράψω και είναι αδύνατο.
Παλιά, όταν ακόμα οι γυναίκες δεν είχαν αποκτήσει τα δικαιώματα που έχουν σήμερα, και για λόγους τιμής δεν τις άφηναν να κυκλοφορούν μόνες τους, όταν κάποιος _συνήθως αδελφός ή πατέρας_ από την οικογένεια υποψιαζόταν πως κάτι “πονηρό” συνέβαινε, τις κλείδωναν στο σπίτι.
Όταν αντικαθιστούμε μια χυδαία ή επώδυνη λέξη ή έκφραση με μια πιο ευγενική και κόσμια, λέμε πως έχουμε ευφημισμό.
Γεια σου, βρε μάγκα, νταλκαδιάρη και καραμπουζουκλή!
Mια παροιμία όχι και τόσο εύληπτη όσο δείχνει.
Το ρόδι, ροϊά, ρόα, ρόιδι ή ρούδι, ανάλογα με τις κατά τόπους διαλέκτους και παραλλαγές προφοράς του, ανήκει στους ποικιλοτρόπως ωφέλιμους καρπούς.
Tα σκατά ως γνωστόν είναι ασταθές φορτίο, αλλά, όσο ευμεγέθης κι αν μια δόση κοπράνων, δεν είναι δυνατόν να ανατρέψει μια βάρκα ούτε λόγω υπέρβαρου ούτε λόγω μεταφοράς φορτίου.
Καταρχάς, πρέπει να προσέξετε πως το ψηλό γράφεται με “η” και όχι με “ι”, όπως τις περισσότερες φορές συναντάται.
Στις μέρες μας η λέξη gay χρησιμοποιείται για τον ορισμό του ομοφυλόφιλου άνδρα ή της ομοφυλόφιλης γυναίκας.
Μια διδακτική ιστορία που θα αλλάξει τον τρόπο που σκέφτεσαι και ενεργείς
Με την οικογένειά σου δεν έχεις και τις καλύτερες σχέσεις.
Το σκεπάρνι έχει πολλές χρήσεις. Το χρησιμοποιούν οι μαραγκοί, οι ξυλοκόποι, οι οικοδόμοι, αλλά και όσοι κάνουν διάφορες τεχνικές ή κηπευτικές εργασίες.