Κατ’ αρχάς στη συγκεκριμένη έκφραση οι περισσότεροι έχουμε άγνωστη λέξη!
Τι είναι αυτό που μπουγαδοκόφινο που συνδέσαμε τόσο στενά με τη μάνα ή τη θεια μας και ενίοτε ενέχει και υποψία βρισιάς;
Το μπουγαδοκόφινο είναι σύνθετη λέξη (μπουγάδα+κοφίνι). Και για όσους δεν γνωρίζουν την έννοια κοφίνι, να αναφέρουμε απλώς πως είναι μεσαιωνική ελληνική λέξη και σημαίνει καλάθι.
Το μπουγαδοκόφινο λοιπόν ήταν (και λέμε ήταν γιατί η χρήση των πλαστικών τα εξαφάνισε) ελαφράς κατασκευής κοφίνι, αντοχής μέχρι 20 κιλών για οικιακή χρήση, στο οποίο συγκεντρώνονταν τα προς πλύση ρούχα, στη συνέχεια μεταφέρονταν για άπλωμα, στέγνωμα και ακολούθως για σιδέρωμα.
Το καίριο ερώτημα επομένως είναι τι ακριβώς εννοούσε ο εμπνευστής της έκφρασης όταν έλεγε «Της μάνας σου ή της θειας σου το μπουγαδοκόφινο» (ο τόνος στη θειά ΑΥΣΤΗΡΑ στη λήγουσα) .
Γιατί αν κυριολεκτούσε, αφήνουμε την έκφραση στην άκρη και πάμε γι’ άλλες…
Αν όμως ο άνθρωπος ήταν λίγο σουρεάλ; Αν έβλεπε κάτι παραπάνω σ’ ένα απλό μπουγαδοκόφινο από άπλυτα ή φρεσκοπλυμένα ρούχα, μάλλον η φράση θέλει περισσότερη ανάλυση και πολλή πολλή φαντασία.
Για σκεφτείτε λίγο λοιπόν μήπως ο εμπνευστής της έκφρασης έβλεπε στο μπουγαδοκόφινο ένα συγκεκριμένο ανατομικό σημείο της μάνας ή της θειάς (είπαμε: ο τόνος στη θειά ΑΥΣΤΗΡΑ στη λήγουσα);
Για σκεφτείτε λίγο μήπως διέβλεπε την κατάσταση που επικρατούσε ή υπέθετε πως επικρατεί στο συγκεκριμένο σημείο της ανατομίας της θείτσας (άπλυτα ρούχα, βρεγμένα, τσαλακωμένα κ.λπ.) ή αν υπονοούσε κάτι για το μέγεθος του συγκεκριμένου σημείου ή τη στάση που έπαιρνε η μανούλα ή η θείτσα όταν έβαζαν μπουγάδα;
Ας συγχαρούμε λοιπόν τον εμπνευστή για την επιτυχή μεταφορά, αφού εξωράισε τη φράση και την έκανε σαφώς κομψότερη και κοσμιότερη, και ας εκτιμήσουμε την τάση του να αποφεύγει κακόηχες και χυδαίες εκφράσεις που αντιστοιχούν στο «Της μάνας σου μπουγαδοκόφινο», όπως «της μάνας σου ο κώλος» ή «το μουνί της μάνας σου».
Στις μέρες μας η έκφραση δεν θεωρείται βρισιά. Υποδηλώνει μερικώς αγανάκτηση με κάτι επαναλαμβανόμενα εκνευριστικό. Μερικές φορές μάλιστα τη λέμε και αστειευόμενοι, όταν θέλουμε να πειράξουμε κάποιον ή όταν κάποιος κάνει αστειεύεται με εμάς και θέλουμε με χιούμορ να τον επαναφέρουμε στην τάξη.
style="text-align: right;">‘Αντε… πάλι μορφωθήκαμε και σήμερα
Η λέξη προέρχεται από το θρυλικό τελευταίο βασιλιά του Πόντου, Μιθριδάτη τον Στ’ Ευπάτορα Διονύσιο (132-63 π.Χ.), που, επειδή φοβόταν μήπως τον δηλητηριάσουν, δηλητηρίαζε περιοδικά ο ίδιος τον εαυτό του με μικρές μη θανατηφόρες δόσεις δηλητηρίου.
Προσπαθώ να βρω ένα τρόπο να τον περιγράψω και είναι αδύνατο.
Παλιά, όταν ακόμα οι γυναίκες δεν είχαν αποκτήσει τα δικαιώματα που έχουν σήμερα, και για λόγους τιμής δεν τις άφηναν να κυκλοφορούν μόνες τους, όταν κάποιος _συνήθως αδελφός ή πατέρας_ από την οικογένεια υποψιαζόταν πως κάτι “πονηρό” συνέβαινε, τις κλείδωναν στο σπίτι.
Όταν αντικαθιστούμε μια χυδαία ή επώδυνη λέξη ή έκφραση με μια πιο ευγενική και κόσμια, λέμε πως έχουμε ευφημισμό.
Γεια σου, βρε μάγκα, νταλκαδιάρη και καραμπουζουκλή!
Mια παροιμία όχι και τόσο εύληπτη όσο δείχνει.
Το ρόδι, ροϊά, ρόα, ρόιδι ή ρούδι, ανάλογα με τις κατά τόπους διαλέκτους και παραλλαγές προφοράς του, ανήκει στους ποικιλοτρόπως ωφέλιμους καρπούς.
Tα σκατά ως γνωστόν είναι ασταθές φορτίο, αλλά, όσο ευμεγέθης κι αν μια δόση κοπράνων, δεν είναι δυνατόν να ανατρέψει μια βάρκα ούτε λόγω υπέρβαρου ούτε λόγω μεταφοράς φορτίου.
Καταρχάς, πρέπει να προσέξετε πως το ψηλό γράφεται με “η” και όχι με “ι”, όπως τις περισσότερες φορές συναντάται.
Στις μέρες μας η λέξη gay χρησιμοποιείται για τον ορισμό του ομοφυλόφιλου άνδρα ή της ομοφυλόφιλης γυναίκας.
Μια διδακτική ιστορία που θα αλλάξει τον τρόπο που σκέφτεσαι και ενεργείς
Με την οικογένειά σου δεν έχεις και τις καλύτερες σχέσεις.
Το σκεπάρνι έχει πολλές χρήσεις. Το χρησιμοποιούν οι μαραγκοί, οι ξυλοκόποι, οι οικοδόμοι, αλλά και όσοι κάνουν διάφορες τεχνικές ή κηπευτικές εργασίες.